λαχταρίζω
(ρ.)
λαχταρίζω
[laxtaˈrizo]
Σίλατ., Σινασσ.
'αχταρίζω
[axtaˈrizo]
Φάρασ.
λαχταρίζου
[laxtaˈrizu]
Μισθ.
λαχταρνίσκου
[laxtarˈnisku]
Μισθ.
λαχταρώ
[laxtaˈro]
Φλογ.
Αόρ.
λαχτάρ'σα
[laˈxtarsa]
Φλογ.
Από το μεσν. ρ. λακταρίζω = α) σπαρταρώ β) ταράζομαι, τρομάζω γ) διακατέχομαι από επιθυμία.
3. Επιθυμώ διακαώς
Σίλατ., Σινασσ.
:
Το λαχταρίζ' η καρδιά μου
(Το επιθυμεί η καρδιά μου)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Καριά μ' λαχτάρ'σεν ασ' τα ψάρια
(Η καρδιά μου πόθησε ψάρια)
Σίλατ.
-Χωλόπ.
Συνών.
αρζουλαντίζω, ιστεντίζω, ντιλεντίζω, χαβασλαντίζω