ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαχταρίζω (ρ.) λαχταρίζω [laxtaˈrizo] Σίλατ., Σινασσ. 'αχταρίζω [axtaˈrizo] Φάρασ. λαχταρίζου [laxtaˈrizu] Μισθ. λαχταρνίσκου [laxtarˈnisku] Μισθ. λαχταρώ [laxtaˈro] Φλογ. Αόρ. λαχτάρ'σα [laˈxtarsa] Φλογ. Από το μεσν. ρ. λακταρίζω = α) σπαρταρώ β) ταράζομαι, τρομάζω γ) διακατέχομαι από επιθυμία.
1. Σπαρταρώ Μισθ. Συνών. ντεπελεντίζω :1, τσιρπουντίζω :1
2. Τρομάζω Μισθ., Φλογ. Συνών. ξεσπάνομαι, σκιάζομαι :1, σπάνω :2, σπαράζω, χουιλαντίζω :2
3. Επιθυμώ διακαώς Σίλατ., Σινασσ. : Το λαχταρίζ' η καρδιά μου (Το επιθυμεί η καρδιά μου) Σινασσ. -Αρχέλ. Καριά μ' λαχτάρ'σεν ασ' τα ψάρια (Η καρδιά μου πόθησε ψάρια) Σίλατ. -Χωλόπ. Συνών. αρζουλαντίζω, ιστεντίζω, ντιλεντίζω, χαβασλαντίζω