σπάνω
(ρ.)
σπάνω
[ˈspano]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
Αόρ.
έσπασα
[ˈespasa]
Αξ., Μαλακ., Μισθ.
Παθ.
σπάνουμαι
[ˈspanume]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ.
σπανιέμι
[spaˈɲemi]
Μισθ.
Αόρ.
σπάστα
[ˈspasta]
Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
εσπάσκα
[eˈspascin]
Τελμ.
Από το αρχ. ρ. σπάω-ῶ με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -νω.
1. Σπάω κάτι
Μισθ.
:
|| Φρ.
Για μένα οι ράφτες έσπασαν τα βολόνια
(για μένα οι ράφτες έσπασαν τις βελόνες˙ το έλεγε η νύφη με παράπονο όταν ο πατέρας της δεν της χάριζε τσόχινα ρούχα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
τσακώνω
β.
Αμτβ., σπάω, καταστρέφομαι
Μισθ.
:
Έσπασιν η πόρτα
(έσπασε η πόρτα
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Τρομάζω, ξιπάζω
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
:
Τ’ άλογο έσπασεν ντο
(Το άλογο το τρόμαξε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έσπασιν ντου γαϊdούρ’, έπισαμ’ απ ντου γαϊdούρι
(τρόμαξε τον γάιδαρο, πέσαμε από τον γάιδαρο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
β.
Διώχνω αιφνιδιάζοντας, σκορπίζω
Φλογ.
:
Τα πρόγατα σπάσταν
(Τα πρόβατα σκόρπισαν τρομαγμένα
)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
3. Μεσοπαθ., παθαίνω σπασμούς
Μισθ.
β.
Τρομάζω, νιώθω τρόμο
Αξ., Μισθ., Τελμ., Φλογ.
:
Παίν’ να ποτίσ̑’ τ’ άλογο τ’ στο τσέγ’, τ’ άλογο σπάνεται, ντε πσ̑ίν’
(πηγαίνει να ποτίσει το άλογο στο ποτάμι, το άλογο τρομάζει, δεν πίνει
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το π’λάρ’ σπάσ̑τεν
(το γαϊδουράκι τρόμαξε
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντα βόια σπάσταν
(τα βόδια τρόμαξαν
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τα πρόγατα σπάσταν
(τα πρόβατα τρόμαξαν
)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ζορπ' ξέβης γαρσού τ', σπάστη δου γαϊdούρ'
(Μόλις βγήκες μπροστά του, τρόμαξε το γαϊδούρι
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Ασμ.
Έναν πουλί και τσι πουλί να τρώγει, να γουντίζει,
πήγαινε και γούνdισε σου ξένου το μορμόρι,
ο ξένος ανεστέναξε, και το πουλί εσπάσκην (ένα πουλί και τι πουλί να τρώει, να κουρνιάζει,
πήγαινε και κούρνιασε σε μνήμα ξένου, ο ξένος αναστέναξε και το πουλί τρόμαξε) Τελμ. -Lag.
πήγαινε και γούνdισε σου ξένου το μορμόρι,
ο ξένος ανεστέναξε, και το πουλί εσπάσκην (ένα πουλί και τι πουλί να τρώει, να κουρνιάζει,
πήγαινε και κούρνιασε σε μνήμα ξένου, ο ξένος αναστέναξε και το πουλί τρόμαξε) Τελμ. -Lag.