σπάραγμα
(ουσ. ουδ.)
σπάραγμα
[ˈsparaɣma]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. σπάραγμα. Η σημ. ‘απότομη σπασμωδική κίνηση, έντονος μυικός πόνος’ νεότ.
Τρομάρα