σπαράζω
(ρ.)
σπαράζου
[spaˈrazu]
Φάρασ.
Αόρ.
σπαράγα
[spaˈraɣa]
Φάρασ.
Παθ.
σπαραέμαι
[sparaˈeme]
Φάρασ.
Μτχ.
σπαραγμένου
[sparaɣˈmenu]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. σπαράζω, το οπ. από το αρχ. ρ. σπαράττω-σσω = α) κόβω σε κομμάτια β) μεταγν. σημ., παθαίνω σπασμούς.
Αμτβ., τρομάζω
ό.π.τ.
:
Σπαράγην ταρνά, τσ̑ούνκι θωρεί τι 'έμ' ο κόσμος φίδα̈, 'δρά τζ̑αι ψε'ίκα 'νdαραγμένα
(Τρόμαξε αμέσως, γιατί βλέπει ότι ο κόσμος είναι γεμάτος φίδια, μεγάλα και μικρά ανακατωμένα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
λαχταρίζω :2, ξεσπάνομαι, σκιάζομαι :1, σπάνω :2, χουιλαντίζω :2