σπερνός
(ουσ. αρσ.)
σπερνός
[sperˈnos]
Μαλακ.
Aπό ουσιαστικοπ. του μεταγν. επίθ. ἑσπερινός. Ο τύπ. σπερνός μεσν.
Εσπερινός
Μαλακ.