σπιτικό
(ουσ. ουδ.)
σπιτικό
[spitiˈko]
Μαλακ.
Από το νεότ. επίθ. σπιτικός (βλ. Λεξ. Βλάχ.) με ουσιαστικοποίση.
Το σπιτικό, το σπίτι ως κτίσμα ή ως οικογένεια
Μαλακ.