ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σπήλο (ουσ. ουδ.) σπήλο [ˈspilo] Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ. Αρσ. σπήλος [ˈspilos] Φάρασ. σπήος [ˈspios] Τσουχούρ., Φάρασ. Πληθ. σπήλοι [ˈspili] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. σπήλιο, το οπ. από το αρχ. σπήλαιον. Η αλλαγή γέν. στον τύπ. αρσ. σπήλος νεότ. (βλ. LBG).
1. Σπηλιά ό.π.τ. : Το βραδύ σκοτεινά γκάντζ̑εψε στο σπήλο α νομάτ’ς (το βράδυ στα σκοτάδια μίλησε από τη σπηλιά ένας άνθρωπος) Φάρασ. -Dawk. Πήγε σ’ α μακρά ρουσ̑ί, πήγε σ’ α σπήλος (πήγε σε ένα μακρινό βουνό, πήγε σε μιά σπηλιά) Φάρασ. -Dawk. Αμέτε, τα τζαναβάρα χέρκες σο σπήλο του τζαι τα χαϊβάνα σο παχνί τουνε (πηγαίνετε, τα αγρίμια ο καθένας στη σπηλιά τους και τα ζώα στο παχνί τους) Φάρασ. -Παπαδ. Στέρου κατεβάσκεν ντα σ̑ο ποτάμι τσαι ποτίσκεν ντα, στέρου το μεσημέρι μπάσκεν ντα σ̑οι σπήλοι (έπειτα τα κατεβάζαμε στο ποτάμι και τους δίναμε νερό, μετά το μεσημέρι τα βάζαμε σε σπηλιά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Αμα τζ̑ο 'πεσώσ' να ύπάς σο μέγον ντο τσουβάιδι, να 'πνώσεις σου Χούνναρη το σπήλο (Αν δεν προφτάσεις να πας στο μεγάλο ρέμα, να κοιμηθείς στην σπηλιά του Χούνναρη˙ Όταν δεν έχει την δύναμη ή τα μέσα για να πραγματοποιήσεις έναν μεγάλο στόχο, περιορίσου σε μικρότερους στόχους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Η λ. σε τοπων. Φάρασ. : Σπήλο του Εζ Βασίλη (η σπηλιά του Αγίου Βασιλείου) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Στου Χριστού το σπήλο (στην σπηλιά του Χριστού ) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ.