σπέρνω
(ρ.)
σπέρνω
[ˈsperno]
Ανακ., Γούρδ., Ουλαγ., Φλογ.
σπέρνου
[ˈspernu]
Μισθ.
σπέρω
[ˈspero]
Φάρασ.
σπέρου
[ˈsperu]
Μισθ.
σπείρω
[ˈspiro]
Σεμέντρ.
σπείρνω
[ˈspirno]
Τελμ.
σπειρίγω
[spiˈriɣo]
Μαλακ.
σπερίσκω
[speˈrisko]
Αραβαν.
σπερνίσ̑κω
[speˈrniʃko]
Ανακ., Αραβαν., Τροχ.
σπειρνίσ̑κω
[spiˈrniʃko]
Αξ.
Παρατατ.
σπέρνισ̑κα
[ˈsperniʃka]
Ανακ., Τελμ.
σπέρνιξα
[ˈsperniksa]
Ανακ.
σπέρισκα
[speriska]
Ποτάμ.
σπέριξα
[speriksa]
Μισθ., Ποτάμ.
σπείρισκα
[ˈspiriksa]
Τελμ.
έσπειρκα
[ˈespirka]
Σεμέντρ.
σπειρένκα
[spiˈrenka]
Φάρασ.
Αόρ.
έσπειρα
[ˈespira]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ., Φλογ.
Αόρ. Υποτ.
σπείρω
[ˈspiro]
Ανακ., Αραβαν., Φάρασ.
Αρσ. Προστ.
σπείρε
[ˈspire]
Αξ.
Παθ.
σπειρνίσ̑κουμαι
[spirˈniʃkume]
Αξ.
Μτχ.
σπαρμένο
[sparˈmeno]
Γούρδ.
σπαρμένου
[sparˈmenu]
Μαλακ.
σπειρμένο
[spirˈmeno]
Γούρδ.
σπειρμένου
[spirˈmenu]
Μισθ., Φάρασ.
Μεσν. ρ. σπέρνω, από το αρχ. ρ. σπείρω. Ο τύπ. σπείρνω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -νω. Ο τύπ. μτχ. σπειρμένο με επίδρ. του θ. σπειρ-. Οι τύπ. σε -ίσκω με βάση το μη συνοπτ. θ. και το επίθμ. -ίσκω.
1. Σπέρνω, σκορπίζω σπόρους στη γη για να βλαστήσουν
ό.π.τ.
:
Σπέρνου ανοιξιμιά
(σπέρνω την περίοδο της άνοιξης)
Αξ.
-Κωστ.Μ.
Σπέρου γαρούφαλα
(σπέρνω γαρίφαλα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σπέρνισκαμ' ξώρας
(σπέρναμε αργά)
Ανακ.
-Cost.
Πααινίσ̑καμ’ να σπείρουμ’ με το ασ̑τιμάρ’
(πηγαίναμε να σπείρουμε με το ξινάρι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πότε χάμνισεν το χώμα, το κόμμα λάσε, σπείρε το
(Μια και αφράτεψε το χώμα,, το χωράφι όργωσε και σπείρε το)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σα δύο μήνες ανάμεσα Άι Δρημήτ’ Άι-Γιώρ’, σπέρνιξαμ’ πιλιάρ’
(μέσα στους δύο μήνες, Οκτώβρη και Νοέμβρη, σπέρναμε σίκαλη)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Σπέρου σεϊράτσ̑α
(σπέρνω αραιά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τι χωράφ’ ντου είχ̇ις σπειρμένου ντου κόμμα;
(με τι είδους έχεις σπείρει το χωράφι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Μι ίτα χέρια όμως σπέριξαμ’ ντά κόμμαδα
(με τα χέρια όμως σπέρναμε τα χωράφια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έσπειρκες έσπειρκες, αλλιώς δεν προλάβνισκες σοδειά, έπεπτε το χιον' και σ'κών'ταν τέτοια 'ποχή, Απρίλ' μήνα
(Έσπερνες έσπερνες, αλλιώς δεν προλάβαινες σοδειά, έπεφτε το χιόνι και σηκωνόταν (έλιωνε το στρωμένο χιόνι) Απρίλη μήνα)
Σεμέντρ.
-Στεφαν.
Δου καλοτσαίρ’ σπέρνει δα γαρπούσα
(το καλοκαίρι σπέρνει τα καρπούζια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ντε μπορώ να σπέρου ναγκυριώνα, άντρα ντέν έχου μαναχό μ’
(δεν μπορεί να σπείρω μποστάνι, άντρα δεν έχω, είμαι μόνη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τα κτήματά μας ένα χρόνο σπείρισκαμ', το χωράφ' ένα χρόνο σάϊσκαμ' το κεπί και βγάλισκαμ’ παχλά
(τα κτήματά μας ένα χρόνο, το χωράφι ένα χρόνο το κάναμε περιβόλι και βγάζαμε κουκιά)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σπέριξαμ' σιτάρια, κουκιά, φασόλια
(σπέρναμε σιτάρι, κουκιά, φασόλια)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σπειρένκαμ’ το ρεβίθι
(σπέρναμε το ρεβίθι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Τραγ.
|| Φρ.
Πήγε και φύτρωσε εκεί που δεν τον έσπειραν
(πήγε και φύτρωσε εκεί που δεν τον έσπειραν˙ ανακατεύτηκε απρόσκλητος σε υπόθεση που δεν τον αφορά)
Γούρδ.
-Καράμπ.
|| Παροιμ.
Ό,τ’ έσπειρεζ ατσ̑είνο ’α θερίσεις
(ό,τι έσπειρες εκείνο θα θερίσεις˙ οι μελλοντικές συνέπειες είναι αποτέλεσμα παλαιότερων πράξεων ή συμπεριφορών μας)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ό,τ͑ι σπειρνίσ̑κεις, εκείνο χερίζ̑εις
(ό,τι σπέρνεις, εκείνο θερίζεις˙ συνὠν. με την προηγ.)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
εκτώ
2. Διασκορπίζω κάτι
Γούρδ.