ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σπαρτά (ουσ. ουδ.,πληθ.) σπαρτά [sparˈta] Μισθ. Μεταγν. ουσ. σπαρτὸν με ουσιαστικοπ. του αρχ. επιθ. σπαρτός.
Σπαρτά Μισθ. : || Ασμ. Οι ζευγάδες κρεύ’νι βρέχος, τα σκιαφιά κρεύ’νι ζουμάρ’, τσ̑ι φσ̑άχα κρεύ’νι ψωμί, τα σπαρτά κρεύ’νι βρέχος. Βρέξ’, Χεγός, βρέξ’ (οι γεωργοί ζητούν βροχή, οι σκάφες ζητούν ζυμάρι, τα παιδιά ζητούν ψωμί, τα σπαρτά ζητούν βροχή. Βρέξε, Θεέ μου, βρέξε· άσμ. ως επίκληση για βροχή) Μισθ. -Κωστ.Μ.