ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σπέρα (ουσ. θηλ.) σπέρα [ˈspera] Μαλακ. Νεότ. ουσ. ’σπέρα από το αρχ. ουσ. ἑσπέρα.
Το απόγευμα Μαλακ. : || Φρ. Φώτα η καλή ’σπέρα (Φώτα η καλή εσπέρα˙ χαιρετισμός ανήμερα τα Φώτα) Μαλακ. -Τζιούτζ. Συνών. αργά, αργακεί, ικιντί :1, χατρά