ικιντί
(ουσ. ουδ.)
ικ͑ινdί
[ikʰinˈdi]
Ανακ., Μαλακ., Φλογ.
ικινdίς
[icinˈdis]
Φλογ.
'κινdί
[cinˈdi]
Αξ., Τροχ.
ικινdού
[icinˈdu]
Σίλ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. ikindi = η ώρα της απογευματινής προσευχής. Ο τύπ. ικινdίς με συνήθη για τα επιρρ. αναλογ. προσθήκη τελικού -ς.
2. Δειλινό
Σίλ., Σινασσ.