ικιτζανού
(επίθ.)
ικιτζανού
[icidzaˈnu]
Ουλαγ.
Aπό την τουρκ. φρ. iki canlı = με δύο ψυχές, έγκυος (Redhouse), με αφομ. [nl] > [nn]. Πβ. το ποντιακό δίψυχος = ἔγκυος.
Πβ.
τζαννούς