ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιλαντζίκ (ουσ. ουδ.) ιλανdζ̑ι̂́χ [ilanˈdʒɯx] Ανακ., Αραβαν. ιλατζούχι [ilaˈdzuçi] Σινασσ. ιλενdζούχ [ilenˈdzux] Σινασσ. ιλινdζίκ [ilinˈdzik] Ποτάμ. Πληθ. λιανdζίκια [ʎanˈdzica] Ποτάμ. Από το τουρκ. ουσ. yılancık = α) φιδάκι β) ερυσίπελας, όπου και διαλεκτ. τύπ. yılancuh, ilancık.
Ερυσίπελας, λοίμωξη του δέρματος και των οστών ό.π.τ. : Να βγάλεις τα ’λιανdζίκια! (Nα πάθεις ερυσίπελας· αρά) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Φιδιού γάλα στο στόμα σ’ και ιλινdζίκ’ στην καρδιά σ’ (Γάλα φιδιού στο στόμα σου και ερυσίπελας στην κοιλιά σου· αρά) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Συνών. γιαχμάς, μαγκαφάς