ιλαντζίκ
(ουσ. ουδ.)
ιλανdζ̑ι̂́χ
[ilanˈdʒɯx]
Ανακ., Αραβαν.
ιλατζούχι
[ilaˈdzuçi]
Σινασσ.
ιλενdζούχ
[ilenˈdzux]
Σινασσ.
ιλινdζίκ
[ilinˈdzik]
Ποτάμ.
Πληθ.
λιανdζίκια
[ʎanˈdzica]
Ποτάμ.
Από το τουρκ. ουσ. yılancık = α) φιδάκι β) ερυσίπελας, όπου και διαλεκτ. τύπ. yılancuh, ilancık.