ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιλάτσι (ουσ. ουδ.) ιλάτσ̑ι [iˈlatʃi] Φάρασ. ιλάdζ̑ι [iˈlaʤi] Σίλ., Φάρασ. ιλάτσ̑' [iˈlatʃ] Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Φλογ. γιλάτσ̑ι [ʝiˈlatʃi] Τελμ. Από το τουρκ. ουσ. ilaç = φάρμακο, όπου και διαλεκτ. τύπ. ilac.
Φάρμακο ό.π.τ. : Ετό ντο κορίτσ̑' δώκαν ντο ιλάτσ̑ια (Αυτού του κοριτσιού τού έδωσαν φάρμακα) Σίλατ. -Dawk. Ρώννει τσ̑ην γκόρη ένα ιλάdζ̑ι (Δίνει στην κόρη ένα φάρμακο) Σίλ. -Dawk. Xεκέμηροι τα ιλάτζα ρεν μποίκασι τσαρέ, πέσανι (Των γιατρών τα φάρμακα δεν έκαναν θεραπεία, πέθανε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τ’ γιαραγιού μ’ το ιλάτσ̑' ζόρια ηυρίσ̑κεται (Το γιατρικό της πληγής μου δύσκολα βρίσκεται) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ήρτεν οπίσω να χαζιρλαντήσ' ιλάτσ̑α (Γύρισε πίσω για να ετοιμάσει φάρμακα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Παροιμ. Όσο και πίνεις αdζί γιλάτσι, άσον εκείνο το στόμα σ' γλυκιανίσκει (Όσο πικρό κι αν είναι το φάρμακο που πίνεις, από αυτό γλυκαίνει το στόμα σου˙ Κάτι μπορεί να είναι δύσκολο ή δυσάρεστο, αλλά μακροπρόθεσμα ωφέλιμο) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. μασλιάμ, ντερμάνι