ιλάτσι
(ουσ. ουδ.)
ιλάτσ̑ι
[iˈlatʃi]
Φάρασ.
ιλάdζ̑ι
[iˈlaʤi]
Σίλ., Φάρασ.
ιλάτσ̑'
[iˈlatʃ]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Φλογ.
γιλάτσ̑ι
[ʝiˈlatʃi]
Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. ilaç = φάρμακο, όπου και διαλεκτ. τύπ. ilac.
Φάρμακο
ό.π.τ.
:
Ετό ντο κορίτσ̑' δώκαν ντο ιλάτσ̑ια
(Αυτού του κοριτσιού τού έδωσαν φάρμακα)
Σίλατ.
-Dawk.
Ρώννει τσ̑ην γκόρη ένα ιλάdζ̑ι
(Δίνει στην κόρη ένα φάρμακο)
Σίλ.
-Dawk.
Xεκέμηροι τα ιλάτζα ρεν μποίκασι τσαρέ, πέσανι
(Των γιατρών τα φάρμακα δεν έκαναν θεραπεία, πέθανε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τ’ γιαραγιού μ’ το ιλάτσ̑' ζόρια ηυρίσ̑κεται
(Το γιατρικό της πληγής μου δύσκολα βρίσκεται)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ήρτεν οπίσω να χαζιρλαντήσ' ιλάτσ̑α
(Γύρισε πίσω για να ετοιμάσει φάρμακα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Παροιμ.
Όσο και πίνεις αdζί γιλάτσι, άσον εκείνο το στόμα σ' γλυκιανίσκει
(Όσο πικρό κι αν είναι το φάρμακο που πίνεις, από αυτό γλυκαίνει το στόμα σου˙ Κάτι μπορεί να είναι δύσκολο ή δυσάρεστο, αλλά μακροπρόθεσμα ωφέλιμο)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
μασλιάμ, ντερμάνι