ιλίκι
(ουσ. ουδ.)
ιλίγι
[iˈliɣi]
Σίλ.
γουλούτσ'
[ɣuˈluts]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. ilik = μεδούλι (< παλ. τουρκ. ilik ή yilik).
Μεδούλι
ό.π.τ.