ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιμάμης (ουσ.) ιμάμης [iˈmamis] Ανακ., Αραβαν., Σίλ., Φάρασ. ιμάμ' [iˈmam] Αραβαν. Νεότ. ουσ. ἰμάμης, το οπ. από το τουρκ. ουσ. imam.
Ιμάμης, θρησκευτικός τίτλος της μουσουλμανικής θρησκείας ό.π.τ. : Σωρεί ότσ̑ι ειζ ιμάμης χιτς̑ ρεν γκαλαdζ̑εύγει (Βλέπει ότι είναι ιμάμης δεν μιλά καθόλου) Σίλ. -Dawk. Ο ιμάμης σο 'μότουρ το πλερός 'ναι (Ο ιμάμης είναι με το μέρος μας) Αραβαν. -Dawk. Να ψάλλει ντε ξέρ' αμά γράφ' ιμάμης μι έν'; Τσις έν' ντεν το ξεύρω (Να διαβάζει δεν ξέρει, αλλά γράφει, μήπως είναι παπάς; Ποιος είναι δεν το ξέρω˙ Το σαλιγκάρι) Αραβαν. -Φωστ.