ιμάμης
(ουσ.)
ιμάμης
[iˈmamis]
Ανακ., Αραβαν., Σίλ., Φάρασ.
ιμάμ'
[iˈmam]
Αραβαν.
Νεότ. ουσ. ἰμάμης, το οπ. από το τουρκ. ουσ. imam.
Ιμάμης, θρησκευτικός τίτλος της μουσουλμανικής θρησκείας
ό.π.τ.
:
Σωρεί ότσ̑ι ειζ ιμάμης χιτς̑ ρεν γκαλαdζ̑εύγει
(Βλέπει ότι είναι ιμάμης δεν μιλά καθόλου)
Σίλ.
-Dawk.
Ο ιμάμης σο 'μότουρ το πλερός 'ναι
(Ο ιμάμης είναι με το μέρος μας)
Αραβαν.
-Dawk.
Να ψάλλει ντε ξέρ' αμά γράφ' ιμάμης μι έν'; Τσις έν' ντεν το ξεύρω
(Να διαβάζει δεν ξέρει, αλλά γράφει, μήπως είναι παπάς; Ποιος είναι δεν το ξέρω˙ Το σαλιγκάρι)
Αραβαν.
-Φωστ.