ίνα
(ουσ. θηλ.)
ίνα
[ˈina]
Φλογ.
γίνα
[ˈʝina]
Αξ., Σινασσ.
Από το αρχ. ουσ. ἴς, αιτ. ἴνα.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024