ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ίνα (ουσ. θηλ.) ίνα [ˈina] Φλογ. γίνα [ˈʝina] Αξ., Σινασσ. Από το αρχ. ουσ. ἴς, αιτ. ἴνα.
Τρίχα ό.π.τ. : Σέμεν στο μάτι μ' γίνα (Μπήκε στο μάτι μου τρίχα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σο gώλο τ' έχ' άσπρο ίνα (Στον κώλο του έχει άσπρες τρίχες) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. κίλι, τσάρι, τρίχα :1