ινατσής
(επίθ.)
ινατσής
[inaˈtsis]
Μαλακ.
Από το νεότ. ουσ. ἰνατζής (Συναδ. Χρον.), το οπ. από το τουρκ. επιθ. inatçı = πεισματάρης.