ίνι
(ουσ. ουδ.)
ίν'
[in]
Σίλ.
Πληθ.
ίνια
[ˈiɲa]
Ανακ., Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. in = α) φωλιά άγριου ζώου β) σπηλιά.
2. Kελλί κάτω από την γη
Σίλ.