-ινός
(επίθμ.)
-ινός
[-iˈnos]
Σίλατ., Σίλ., Φάρασ.
-ενός
[-eˈnos]
Ανακ., Αξ., Μπέηκ., Σινασσ.
-ινό
[-iˈno]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ.
-ινού
[-iˈnu]
Μισθ., Ουλαγ.
-α̈νού
[-æˈnu]
Μισθ.
-'νός
[-ˈnos]
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
-'νιούς
[-ˈɲus]
Αξ.
-'νό
[-ˈno]
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ.
-'νού
[-ˈnu]
Αξ., Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Φλογ.
Θηλ.
-ινή
[-iˈni]
Γούρδ., Σίλ.
-'νή
[-ˈni]
Ανακ., Αξ.
Αρχ. επίθμ. -ινός. Ο τύπ. -ενός με [e] λόγω του παρακείμενου υγρού· λιγότερο πιθ. η απευθείας επιβίωση του αρχ. επιθμ. -ηνός με διατήρηση της αρχ. προφοράς του <η>. Για τον τύπ. -νιούς βλ. εχτεσινός, νιωρασινός.
1. Μετονομ. ή μετεπιρρημ. επίθμ. για τον σχηματ. επιθ. τα οποία δηλώνουν χρονική προέλευση ή τοποθέτηση
ό.π.τ.
:
αρχινός
(παλαιός, περασμένης εποχής)
Σινασσ., Σίλ., Ανακ.
βραδινός
Φάρασ., Σινασσ.
εψεσινός
(εψεσινός)
Σίλ., Αξ.
κατανημερ'νός
(καθημερινός)
Φάρασ.
νιωρασινός
(πρόσφατος)
Αξ., Ανακ.
πρωτινός
(παλαιός, περασμένης εποχής)
Φάρασ., Γούρδ.
σαυρινή
(αυριανή)
Σίλ.
μοθοπωρινός/μοχιοπωρ'νή
(φθινοπωρινός -ή)
Μισθ., Φάρασ., Αξ.
φετινός
Μισθ., Μαλακ., Σίλ., Ουλαγ., Αραβαν., Γούρδ.
εβελντινός
(παλαιός)
Μισθ., Σεμέντρ.
ταχινός
(αυριανός)
Μαλακ., Γούρδ.
2. Μετονομ. ή μετεπιρρημ. επίθμ. για τον σχηματ. επιθ. τα οποία δηλώνουν τοπική προέλευση ή τοποθέτηση
ό.π.τ.
:
απεσινός
(εσωτερικός)
Μισθ., Φλογ.
κατινός
(αυτός που βρίσκεται στο κάτω μέρος)
Μισθ., Μαλακ.
εμπρινός
(μπροστινός)
Ανακ.
λωματινός
(ακριανός)
Μισθ., Μαλακ.
3. Επίθμ. για τον σχηματ. πατριδωνυμικών ουσ.
Μαλακ., Φλογ.
:
ακσαραΐνός
(αυτός που κατοικεί στο Ακσεράι ή προέρχεται από αυτό)
Μαλακ., Φλογ.
Αξενός
(ο κάτοικος της Αξού)
Σινασσ., Αξ., Μπέηκ.
Διλενός
(ο κάτοικος της Δίλας)
Ανακ.
Συνών.
-ενός :1, -ίτης, -ιώτης, -λής :2
β.
Επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν άτομο που σχετίζεται με τον οικισμό που δηλώνεται από την πρωτότυπη λέξη
Σίλατ.
:
καστρινός
(ο κάτοικος της πόλης
)
Σίλατ.