ιντζιλούσες
(ουσ. θηλ.,πληθ.)
ιντζιλούσες
[indziˈluses]
Σίλ.
Πιθ. από το τουρκ. ρηματ. επίθ. inceliş = τρόπος ή βαθμός λεπτύνσεως (< ρ. incelmek = λεπτύνομαι, Redhouse) και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Γυναικείο νυφικό κόσμημα, πολύ λεπτές χρυσές βέργες που κρέμονται από τα σκουλαρίκια και περνούν κάτω από το λαιμό