ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιντζιλούσες (ουσ. θηλ.,πληθ.) ιντζιλούσες [indziˈluses] Σίλ. Πιθ. από το τουρκ. ρηματ. επίθ. inceliş = τρόπος ή βαθμός λεπτύνσεως (< ρ. incelmek = λεπτύνομαι, Redhouse) και το παραγωγ. επίθμ. .
Γυναικείο νυφικό κόσμημα, πολύ λεπτές χρυσές βέργες που κρέμονται από τα σκουλαρίκια και περνούν κάτω από το λαιμό