ιπήτι
(ουσ. ουδ.)
ιπήτι
[iˈpiti]
Φάρασ.
Aπό το αρχ. ουσ. ὀπήτιον. Η λ. και Πόντ. με τύπ. ιπήτι, τιπέτ' (βλ. Αναστασιάδης 2003: 57).
Σουβλί υποδηματοποιού