ιντζελετίζω
(ρ.)
ιντζελετίζω
[indzeleˈtizo]
Μαλακ.
Από τον αόρ. inceledi του τουρκ. ρ. incelemek = εξετάζω, ερευνώ και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Εξετάζω λεπτομερώς