ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιμπρίκι (ουσ. ουδ.) ιbρίκ' [iˈbrik] Ανακ. γιbρίκ' [ʝiˈbrik] Μισθ., Ουλαγ. ιbρι̂́χ' [iˈbrɯx] Αραβαν., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. ιπρίχ̇ι [iˈprixi] Φάρασ. ιπρίχ' [iˈprix] Φλογ. ϋbρίχ' [yˈbrix] Μαλακ. ιπρίκ̇ι [iˈpriki] Σίλατ., Σινασσ., Φλογ. Νεότ. ουσ. ιμπρίκι (Μηνάς 2012: 237, Μαckridge 2021: 29), το οπ. από το τουρκ. ουσ. ibrik = α) κανάτι νερού με μακρύ στόμιο β) μπρίκι.
1. Κανάτι νερού με μακρύ στόμιο για το πλύσιμο των επισκεπτών Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. : Τ’ Άι-Γιώργη το μέρα πήρεν το ϋbρίχ' σα χέρια τ’ και σον ώμον τ’ το πεσχίρι να κονώσει ’ς αφεντικό τ’ νερό να νιφτεί (Ανήμερα του Αγίου Γεωργίου πήρε το μπρίκι στα χέρια του στον ώμο την πετσέτα να χύσει νερό στο αφεντικό του να πλυθεί) Μαλακ. -Νίγδελ.Λ. Να πάρεις το πεσκίρι στ' ωμούζι σ' και το ιbρι̂́χ', να κονώεις σα χέρα τ' νερό (Να πάρεις την πετσέτα στον ώμο σου και το κανάτι, να χύσεις στα χέρια του νερό) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Παροιμ. 'α πάρω το ιπρίχ̇ι, 'α βγκω σο δώμαν μπάνου, 'α πάρω απτάζ' (Θα πάρω το μπρίκι, θα βγω στην ταράτσα πάνω, θα κάνω τούρκικο αγιασμό˙ το έλεγε κάποιος ως απειλή σε όποιον τον στενοχωρούσε) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Μπρίκι Αραβαν., Μαλακ., Ουλαγ. Συνών. τσεσβέ
3. Υδρορρόη Σίλατ., Φλογ.