ιμπά
(ουσ. ουδ.)
ιbά
[iˈba]
Αξ.
ιbάν
[iˈban]
Αξ.
γίbαχ
[ˈʝibax]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. iba = δροσιά, υγρασία.
1. Πρωινή υγρασία, πάχνη
Συνών.
αγιάζι :2, κουραούς, κουρτζίς :2, σερίνι :3
2. Ομίχλη
Συνών.
κατσηφάρα :1, Αντίθ
ντουμάνι :2, Συνών.
όμουχλα, πουσλούχ
Τροποποιήθηκε: 05/10/2025