ιμπά
(ουσ. ουδ.)
ιbά
[iˈba]
Αξ.
γίbαχ
[ˈʝibax]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. iba = δροσιά, υγρασία.
Πρωινή υγρασία, πάχνη
Συνών.
αγιάζι, κουραούς, κουρτζίς :2, σερίνι :3
Τροποποιήθηκε: 01/12/2024