ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντουμάνι (ουσ. ουδ.) ντουμάνι [duˈmani] Αξ., Σίλ., Τσελτ. ντουμάν' [duˈman] Ανακ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Τροχ. τουμα̈́νι [tuˈmæni] Αφσάρ. τουμάνι [tuˈmani] Φάρασ. τουμένι [tuˈmeni] Φάρασ. ’μα̈́νι [ʹmæni] Αφσάρ., Φάρασ. 'μένι [ʹmeni] Φάρασ. Αρσ. ντουμάνος [duˈmanos] Ανακ., Δίλ., Φλογ. τουμάνος [tuˈmanos] Φλογ. ντουμάνης [duˈmanis] Δίλ., Σινασσ. Από το τουρκ. oυσ. duman (< παλαιότ. τουρκ. tuman) = α) καπνός β) ομίχλη γ) μπόρα, όπου και διαλεκτ. τύπ. tuman (THADS, λ. tuman II). Ο μεταπλ. κατ' αρσ. λόγω της ομοηχίας αρσ. και ουδ. στην γεν. και αιτ. Οι τύπ. ’μα̈́νι, μένι πιθ. λόγω εσφαλμένης κατάτμησης σε συνεκφορά με το οριστ. άρθρο το, του.
1. Καπνός Δίλ., Μισθ., Σίλ., Τσελτ., Φάρασ. : Φώτω το ντουμάνι πάει στο Γκϋντογΰ (Ο καπνός του αγιασμού των Φώτων πάει στην Ανατολή, καλό σημάδι) Τσελτ. -ΚΜΣ-ΚΠ34 || Φρ. Ερούτουν ντουμάν' στο τσ̑ουφάλ’ (Ερχόταν καπνός στο κεφάλι˙ πεθαίνω) Μισθ. -Κωστ.Μ. ‘ίνου τουμένι (Γίνε καπνός˙ εξαφανίσου) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. ’ς ’ινεί ’μένι (Ας γίνει καπνός˙ ας εξαφανιστεί) -Αναστασ. Ερούτουν ντουμάν΄ σο τσ̑ουφάλ’ (Ερχόταν καπνός στο κεφάλι˙ Έπαθε σκοτοδίνη) Ανακ. -Κωστ.Α. ’α dα ποίκου ’μα̈́νι (Θα το κάνω καπνό˙ δεν το θέλω καθόλου) Φάρασ. -Αναστασ.
2. Oμίχλη Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Σίλ., Φλογ. : Πάτ'σεν ντουμάνος (Έπεσε ομίχλη) Ανακ. -Κωστ.Α. Ντουμανού μέρα (Ομιχλώδης ημέρα) Ανακ., Δίλ. -Κωστ.Α. Τουμάνος σ' απίδι' απάνω (Η ομίχλη πάνω από την αχλαδιά) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Με ’τζ̑ει σο τόζιν τζ̑αι σο τουμάνιν πέσου, ’γω φιρμάνι χα πορέσω να ψάλλω; (Μα εκεί στην σκόνη και στην αντάρα μέσα, εγώ φιρμάνι θα μπορούσα να διαβάσω;) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Μόλις ρό'αν χωριού 'ου λώμα να πατήσ'νι ντου χωριό, βγαίνιξι ένα ντουμάν' ένα τόσ' ένα κακοκαιρία βρεχόια (Μόλις έρχονταν (ενν. οι Τούρκοι) στην άκρη του χωριού να πατήσουν το χωριό, έβγαινε ένα ντουμάνι, μια σκόνι, μια κακοκαιρία, βροχές) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
3. Καταιγίδα, μπόρα Αξ., Μισθ., Φάρασ. : Ντουμάν' πάρνασι, έφ’γι (Η μπόρα πέρασε, έφυγε) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Παροιμ. Χεγός στο ιβoυvί τ' γκιöρέ ντiv' το ντουμάνι τ' (Ο Θεός ανάλογα με το βουνό δίνει την αντάρα του˙ Ο Θεός στέλνει βάσανα ανάλογα με την αντοχή του καθενός) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
4. Λίβας Ανακ., Δίλ. : Σο λουλούδ' απάνω ερχούτουν ντουμάν' και τα ρεβίθια καβούτανε (Πάνω στην άνθιση ερχόταν λίβας και τα ρεβίθια καίγονταν)
5. Ως επίθ., καπνιστός Σινασσ.
β. Ομιχλώδης, συννεφιασμένος Δίλ. : Ντουμάνης καιρός (Συννεφιασμένος καιρός ) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887