ντουμντούζι
(επίθ.)
ντουμντούζι
[dumˈduzi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. dümdüz = ολόισιος, εντελώς ίσιος (< düz = ίσιος, επίπεδος με εμφατ. αναδιπλ.).
Ολόισιος, εντελώς επίπεδος
:
'α ν ντα ποίκω ντουμντούζι ατό το ρουσ̑όκκο
(Θα το ισοπεδώσω εντελώς αυτό το βουναλάκι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.