ντουλάπι
(ουσ. ουδ.)
ντουλάμπι
[duʹlabi]
Σίλ.
ντουλάμπ'
[duʹlab]
Σίλ.
ντολάπ'
[dοˈlap]
Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ.
τουλάπι
[tuˈlapi]
Φάρασ.
τολάπι
[toˈlapi]
Φάρασ.
τολάπ’
[toˈlap]
Ποτάμ., Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. ντουλάπι και τουλάπι (Λεξ. Σομ., λ. τουλάπι), το οπ. από το τουρκ. ουσ. dolap (< περσ. dūlāb). Ο τύπ. τολάπι επίσης νεότ.
1. Ντουλάπι
ό.π.τ.
:
Έκρυψέν ντo το ντολάπ' μέσ̑'
(Το έκρυψε μέσα στο ντουλάπι)
Φάρασ.
-Dawk.
'ρώ του σπίτσ̑ι κι είσ̑ι ένα ντουλάbι
(Αυτό το σπίτι είχε ένα ντουλάπι)
Σίλ.
-Dawk.
Οπ' ντουλάμπ' ξεβαίν̑ν̑ει ειζ άρτουπους μιτ' ένα τσ̑ουβάλ̑ι αλτούνια
(Από το ντουλάπι βγαίνει ένας άνθρωπος με ένα τσουβάλι χρυσά νομίσματα)
Σίλ.
-Dawk.
Ανοίχ' ένα ντολάπ', βγάλλ’ ένα κουλάχ'
(Ανοίγει ένα ντουλάπι, βγάζει ένα σκούφο)
Φλογ.
-Dawk.
A μέρα πουστιέσε σο τουλάπι 'πέσου
(Μια μέρα κρύφτηκε στην ντουλάπα μέσα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ένα ντολάπ' παπούτσια γιομάτο απέσ', τί να 'α ποίκου;
(Ένα ντουλάπι παπούτσια γεμάτο μέσα, τι να τα κάνω;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πβ.
γιουκλούκ, πεζούλι, μουσάντρα :1
2. Ξύλινη κατασκευή για την άντληση νερού από πηγάδι, μάγγανο
Φλογ.
:
Άλλα ναίκες βγάλλισκαν νερό ασ’ το κουγιού με το τουλάπ’
(Άλλες γυναίκες έβγαζαν νερό από το πηγάδι με το μάγγανο)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ189α
Συνών.
τροχιλιά