ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντουλάπι (ουσ. ουδ.) ντουλάμπι [duʹlabi] Σίλ. ντουλάμπ' [duʹlab] Σίλ. ντολάπ' [dοˈlap] Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ. τουλάπι [tuˈlapi] Φάρασ. τολάπι [toˈlapi] Φάρασ. τολάπ’ [toˈlap] Ποτάμ., Φλογ. Από το νεότ. ουσ. ντουλάπι και τουλάπι (Λεξ. Σομ., λ. τουλάπι), το οπ. από το τουρκ. ουσ. dolap (< περσ. dūlāb). Ο τύπ. τολάπι επίσης νεότ.
1. Ντουλάπι ό.π.τ. : Έκρυψέν ντo το ντολάπ' μέσ̑' (Το έκρυψε μέσα στο ντουλάπι) Φάρασ. -Dawk. 'ρώ του σπίτσ̑ι κι είσ̑ι ένα ντουλάbι (Αυτό το σπίτι είχε ένα ντουλάπι) Σίλ. -Dawk. Οπ' ντουλάμπ' ξεβαίν̑ν̑ει ειζ άρτουπους μιτ' ένα τσ̑ουβάλ̑ι αλτούνια (Από το ντουλάπι βγαίνει ένας άνθρωπος με ένα τσουβάλι χρυσά νομίσματα) Σίλ. -Dawk. Ανοίχ' ένα ντολάπ', βγάλλ’ ένα κουλάχ' (Ανοίγει ένα ντουλάπι, βγάζει ένα σκούφο) Φλογ. -Dawk. A μέρα πουστιέσε σο τουλάπι 'πέσου (Μια μέρα κρύφτηκε στην ντουλάπα μέσα) Φάρασ. -Παπαδ. Ένα ντολάπ' παπούτσια γιομάτο απέσ', τί να 'α ποίκου; (Ένα ντουλάπι παπούτσια γεμάτο μέσα, τι να τα κάνω;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πβ. γιουκλούκ, πεζούλι, μουσάντρα :1
2. Ξύλινη κατασκευή για την άντληση νερού από πηγάδι, μάγγανο Φλογ. : Άλλα ναίκες βγάλλισκαν νερό ασ’ το κουγιού με το τουλάπ’ (Άλλες γυναίκες έβγαζαν νερό από το πηγάδι με το μάγγανο) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ189α Συνών. τροχιλιά