ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντουντούκι (ουσ. ουδ.) ντουντούκ' [duˈduk] Μισθ., Σινασσ. τουτούκι [tuˈtuci] Φάρασ. ντϋdΰκι [dyˈdyci] Αραβαν. Από το τουρκ. ουσ. düdük (< παλ. τουρκ. tütek) = σφυρίχτρα.
1. Σφυρίχτρα ό.π.τ. : Ήρτες, πήρες το ντϋdΰκι μ' και ντε χόρτασες (Ήρθες, μου πήρες την σφυρίχτρα μου και δεν χόρτασες) Αραβαν. -Φωστ. Σωρόφταν ούλα κουνdά τ', α̈́ρκα̈ς να πάρ' ντϋντΰκια που γκιατ͑ίρσιν (Μαζεύτηκαν όλοι κοντά του, ο καθένας να πάρει την σφυρίχτρα που παρήγγειλε) Μισθ. -Μακρ.
2. Κόρνα Μισθ., Φάρασ. : Τσ̑ιρά μο το τουτούκι (Κορνάρει) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ.