ντουντούκι
(ουσ. ουδ.)
ντουντούκ'
[duˈduk]
Μισθ., Σινασσ.
τουτούκι
[tuˈtuci]
Φάρασ.
ντϋdΰκι
[dyˈdyci]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. düdük (< παλ. τουρκ. tütek) = σφυρίχτρα.
1. Σφυρίχτρα
ό.π.τ.
:
Ήρτες, πήρες το ντϋdΰκι μ' και ντε χόρτασες
(Ήρθες, μου πήρες την σφυρίχτρα μου και δεν χόρτασες)
Αραβαν.
-Φωστ.
Σωρόφταν ούλα κουνdά τ', α̈́ρκα̈ς να πάρ' ντϋντΰκια που γκιατ͑ίρσιν
(Μαζεύτηκαν όλοι κοντά του, ο καθένας να πάρει την σφυρίχτρα που παρήγγειλε)
Μισθ.
-Μακρ.
2. Κόρνα
Μισθ., Φάρασ.
:
Τσ̑ιρά μο το τουτούκι
(Κορνάρει)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.