ντουμντουτίζω
(ρ.)
ντουμντούζησα
[dumˈduzisa]
Αξ.
Πιθ. από το τουρκ. ρ. dondurmak = παγώνω
Αμτβ., παγώνω
:
Ασ’ το πάγος ντουμντούζησ’
(Πάγωσε απ' το ψύχος)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
κουκουρώνω, λιλικιάζω, μπουιντίζω, ντονγκτίζω, παγουρώνω, παγώνω
Τροποποιήθηκε: 21/08/2025