ντοντουνινέ
(ουσ. θηλ.)
ντουντούνινέ
[duˈduniˈne]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. dudunine = πεθερά.
Γιαγιά
Τροποποιήθηκε: 13/06/2025