ντουντουνινέ
(ουσ. θηλ.)
ντουντούνινέ
[duˈduniˈne]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. dudunine = πεθερά.
Γιαγιά
Τροποποιήθηκε: 05/10/2025