ντούτι
(ουσ. ουδ.)
ντούτι
[ˈduti]
Φκόσ.
ντούτ'
[dut]
Μισθ., Τσαρικ.
τ͑ούτι
['tʰuti]
Κίσκ., Φάρασ.
τ͑ούτσ̑ι
[ˈtʰutʃi]
Σίλ.
Θηλ.
τσούτσα
['tsutsa]
Αραβαν.
Πληθ.
ντούτια
[ˈdutça]
Μισθ., Τσαρικ.
τούτια
['tutʝa]
Αξ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
ντούτις
[ʹdutis]
Σινασσ.
Θηλ.
τσούτσες
['tsutses]
Αραβαν.
Από το τουρκ. dut (< αραβ. tūt) = μούρο, όπου και διαλεκτ. τύπ. tut (Tietze 2016: λ. dut).
1. Μούρο
ό.π.τ.
:
Είχε ένα αγασ̑λίχ̇ια, μήλα μ' γκρεύεις, απίρια, βορκόκια, τσούτσες, σταφύλια και τσ̑ι ντεν είχε απέσω τ'!
(Είχε κάτι δέντρα, μήλα θέλεις, αχλάδια, βερίκοκα, μούρα, σταφύλια και τι δεν είχε μέσα του!)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ανεβαίνισκεν κουντέ απάνω στο ντούμ’ στο παχτσέ μ’ και χεμ ντούτις έτρωγεν χεμ κλαδιά τσάκωσεν
(Ανέβαινε συχνά πάνω στη μουριά στον κήπο μου και έτρωγε μούρα και έσπαγε και κλαδιά)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Τόμ' έκατσα να φάγω τσούτσες, ΰκ'σα ένα πατιρdί
(όταν έκατσα να φάω μούρα, άκουσα έναν θόρυβο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Φρ.
Ντουτιού τσαλούϊ
(Του μούρου το δέντρο˙ η μουριά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Μουριά
Αραβαν., Κίσκ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ.
:
Σ̑ηκώρα κι πήγα σο τσούτσα απ'κάτω
(σηκώθηκα και πήγα στην μουριά από κάτω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τόμην έκλινα κάτω ασ' το τσούτσα, τσ̑ι να χιωρήσω λες;
(όταν έσκυψα κάτω από τη μουριά, τι να δω λες;)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σο θύρι του μπρό ήτουν α ζόρι άσπρον τ͑ούτι
(Μπροστά στην πόρτα του ήταν μιά ωραία άσπρη μουριά)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
Συνών.
ντουτιά