ντραπία
(ουσ. θηλ.)
ντραπία
[draˈpia]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. ἐντροπία = ντροπή.
Ντροπή
Συνών.
ντροπή, ντρόπιασμα
Τροποποιήθηκε: 07/08/2025