ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντροπία (ουσ. θηλ.) ντροπία [droʹpia] Φάρασ. ντραπία [draˈpia] Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. ἐντροπία = ντροπή.
Ντροπή : Tα κορίτσ̑α τσ̑αι οι ναίτσ̑ες μο τις άντροι χετς τζ̑ο χορεύκανε, ήτον μέγο ντροπία (Τα κορίτσια και οι γυναίκες δεν χόρευαν καθόλου με τους άντρες, ήταν μεγάλη ντροπή) Φάρασ. -Λαμπρ. Συνών. ντροπή, ντρόπιασμα
Τροποποιήθηκε: 05/10/2025