ντραπεία
(ουσ. θηλ.)
ντραπεία
[draˈpia]
Φάρασ.
Από το ρ. ντροπιάζομαι, όπου και τύπ. ντραπιέζουμαι, και το παραγωγ. επίθμ. -εία.
Ντροπή
Συνών.
ντροπή, ντρόπιασμα