ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντροπή (ουσ.) εντροπή [endroˈpi] Αξ., Ποτάμ. ντροπή [droˈpi] Γούρδ. τροπή [troˈpi] Αξ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλ. ντραπία [draˈpia] Φάρασ. Mεταγν. ουσ. ἐντροπή. Ο τύπ. ντροπή ήδη μεσν.
Ντροπή ό.π.τ. : Τροπή 'ναι αυτά, μη τα είπεις (Ντροπή είναι αυτό, μην το πεις) Σίλ. -Κωστ.Σ. ς τροπή τ’ γαπάντ’σεν απ’ έσω και ντεν εβγαισ̑κεν όξω (από την ντροπή του κλείστηκε μέσα και δεν έβγαινε έξω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Είχαν το τροπή να πάρουν το κορίτσι σο σπίτ’ ήθελαν αγόρι (το είχαν για ντροπή να πάρουν το κορίτσι στο σπίτι, ήθελαν αγόρι) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Tα κορίτσ̑α τσ̑αι οι ναίτσ̑ες μο τις άντροι χετς τζ̑ο χορεύκανε, ήτον μέγο ντροπία (Τα κορίτσια και οι γυναίκες δεν χόρευαν καθόλου με τους άντρες, ήταν μεγάλη ντροπή) Φάρασ. -Λαμπρ. || Φρ. Εντροπή να ’χομεν τσιρέκ’ και να μην έχωμε τσιρεκόσ’ (Ντροπή να έχουμε λυχνάρι και να μην έχουμε λυχνοστάτη˙ λεγόταν από τα μέλη της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Αξενών εν Ικονίω κατά την προσπάθεια τους να εξασφαλίσουν πόρους για την ίδρυση σχολείου στην Αξό) Αξ. || Ασμ. Γιαννάκη, αν το ‘χεις εντροπή, Γιαννάκη αν το ‘ χεις άρι (Γιαννάκη, αν το θεωρείς ντροπή, Γιαννάκη, αν το θεωρείς ρεζίλεμα) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ328 Συνών. ντρόπιασμα