ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντροπή (ουσ. θηλ.) εντροπή [endroˈpi] Αξ., Ποτάμ. ντροπή [droˈpi] Γούρδ., Σινασσ. τροπή [troˈpi] Αξ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλ. Mεταγν. ουσ. ἐντροπή. Ο τύπ. ντροπή μεσν.
Ντροπή ό.π.τ. : Ούτσ̑α ντε νιέται, χεμ κρίμα ’ναι χεμ ντροπή ’ναι (Έτσι δεν γίνεται, και κρίμα είναι και ντροπή είναι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Αν έν’ ετό αλήθεια, η Χριστίνα μας ασ’ την ντροπή της θα χαθεί (Αν είναι αλήθεια αυτό, η Χριστίνα μας θα πεθάνει από την ντροπή της) Σινασσ. -Λεύκωμα Τροπή 'ναι αυτά, μη τα είπεις (Ντροπή είναι αυτό, μην το πεις) Σίλ. -Κωστ.Σ. ς τροπή τ’ γαπάντ’σεν απ’ έσω και ντεν εβγαισ̑κεν όξω (από την ντροπή του κλείστηκε μέσα και δεν έβγαινε έξω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Είχαν το τροπή να πάρουν το κορίτσι σο σπίτ’, ήθελαν αγόρι (Το είχαν για ντροπή να πάρουν το κορίτσι στο σπίτι, ήθελαν αγόρι) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Tα κορίτσ̑α τσ̑αι οι ναίτσ̑ες μο τις άντροι χετς τζ̑ο χορεύκανε, ήτον μέγο ντροπία (Τα κορίτσια και οι γυναίκες δεν χόρευαν καθόλου με τους άντρες, ήταν μεγάλη ντροπή) Φάρασ. -Λαμπρ. || Φρ. Εντροπή να ’χομεν τσιρέκ’ και να μην έχωμε τσιρεκόσ’ (Ντροπή να έχουμε λυχνάρι και να μην έχουμε λυχνοστάτη˙ λεγόταν από τα μέλη της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Αξενών εν Ικονίω κατά την προσπάθεια τους να εξασφαλίσουν πόρους για την ίδρυση σχολείου στην Αξό) Αξ. -Μαυροχ. || Ασμ. Γιαννάκη, αν τό ’χεις εντροπή, Γιαννάκη, αν τό ’χεις άρι (Γιαννάκη, αν το θεωρείς ντροπή, Γιαννάκη, αν το θεωρείς ρεζίλεμα) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Συνών. ντραπεία, ντρόπιασμα, Πβ. άρι, ναμούσι :1