ντροπή
(ουσ. θηλ.)
εντροπή
[endroˈpi]
Αξ., Ποτάμ.
ντροπή
[droˈpi]
Γούρδ., Σινασσ.
τροπή
[troˈpi]
Αξ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλ.
Mεταγν. ουσ. ἐντροπή. Ο τύπ. ντροπή μεσν.
Ντροπή
ό.π.τ.
:
Ούτσ̑α ντε νιέται, χεμ κρίμα ’ναι χεμ ντροπή ’ναι
(Έτσι δεν γίνεται, και κρίμα είναι και ντροπή είναι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Αν έν’ ετό αλήθεια, η Χριστίνα μας ασ’ την ντροπή της θα χαθεί
(Αν είναι αλήθεια αυτό, η Χριστίνα μας θα πεθάνει από την ντροπή της)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Τροπή 'ναι αυτά, μη τα είπεις
(Ντροπή είναι αυτό, μην το πεις)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
ς τροπή τ’ γαπάντ’σεν απ’ έσω και ντεν εβγαισ̑κεν όξω
(από την ντροπή του κλείστηκε μέσα και δεν έβγαινε έξω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Είχαν το τροπή να πάρουν το κορίτσι σο σπίτ’, ήθελαν αγόρι
(Το είχαν για ντροπή να πάρουν το κορίτσι στο σπίτι, ήθελαν αγόρι)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Tα κορίτσ̑α τσ̑αι οι ναίτσ̑ες μο τις άντροι χετς τζ̑ο χορεύκανε, ήτον μέγο ντροπία
(Τα κορίτσια και οι γυναίκες δεν χόρευαν καθόλου με τους άντρες, ήταν μεγάλη ντροπή)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
|| Φρ.
Εντροπή να ’χομεν τσιρέκ’ και να μην έχωμε τσιρεκόσ’
(Ντροπή να έχουμε λυχνάρι και να μην έχουμε λυχνοστάτη˙ λεγόταν από τα μέλη της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Αξενών εν Ικονίω κατά την προσπάθεια τους να εξασφαλίσουν πόρους για την ίδρυση σχολείου στην Αξό)
Αξ.
-Μαυροχ.
|| Ασμ.
Γιαννάκη, αν τό ’χεις εντροπή, Γιαννάκη, αν τό ’χεις άρι
(Γιαννάκη, αν το θεωρείς ντροπή, Γιαννάκη, αν το θεωρείς ρεζίλεμα)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
Συνών.
ντραπεία, ντρόπιασμα, Πβ.
άρι, ναμούσι :1