νύφη
(ουσ. θηλ.)
νύφη
[ˈnifi]
Αφσάρ., Σίλ., Σινασσ., Τζαλ., Φάρασ.
νύφ'
[nif]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φκόσ., Φλογ.
νιούφη
[ˈɲufi]
Σίλ.
Πληθ.
νυφάδες
[niˈfaðes]
Δίλ., Ποτάμ.
νυφάδις
[niˈfaðis]
Τσουχούρ.
νυφάες
[niˈfaes]
Αξ., Σεμέντρ.
νυφάις
[niˈfais]
Μισθ.
νυφάρες
[niˈfares]
Αραβαν.
Ουδ.
νύφια
[ˈnifça]
Φερτάκ.
Από το μεσν. ουσ. νύφη (< αρχ. νύμφη).
1. Νύφη
ό.π.τ.
:
Παίνιξαν νύφ' σου συμπέχερο τ'
(Πήγαιναν τη νύφη στο συμπέθερό της)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Νύφ' μας γούλτωσεν
(Η νύφη μας γέννησε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντα νυφάις αν λάλειναν σου πεερό τ'νε γαρτσού, τρώισκαν ξύλου!
(Οι νύφες αν αντιμιλούσαν στον πεθερό τους, έτρωγαν ξύλο!)
Μισθ.
-Φατ.
Τα νυφάδε μας χήρες ήτανdε
(Οι νύφες μας ήταν χήρες)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ήβρι καλ̑ή νιούφη, χοσ̑άσα, απ' καλό σπίτσ̑ι
(Βρήκε καλή νύφη, όμορφη, από καλό σπίτι)
Σίλ.
-Εκμεκ.
|| Φρ.
Το σκόρδο έν'νε νύφ' και το βρώμος-ι τ' σεράνdα μέρες δεν ξέβη
(Το σκόρδο έγινε νύφη (παντρεύτηκε) και η βρώμα του σαράντα μέρες δεν εμφανίστηκε˙ Για χαρά η οποία αποκρύπτει κακές ιδιότητες· για τη σχέση της νύφης με την πεθερά, η οποία λίγο μετά το γάμο αρχίζει να χειροτερεύει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Η νύφ' όχι όπως έμαθεν, αλλά όπως εύρ'
(Η νύφη όχι όπως έμαθε, αλλά όπως βρει˙ Η νύφει πρέπει να προσαρμόζεται στον τρόπο ζωής του σπιτιού του συζύγου της)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Νύφ' και σκλάβος ψυσ̑ή δεν έχουν
(Νύφη και σκλάβος ψυχή δεν έχουν˙ Οι γυναίκες και οι δούλοι βρίσκονται σε κατώτερη κοινωνική θέση, χωρίς δικαιώματα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
γκελίνα, νυφίτσα
3. Νυφίτσα
Σίλ.
:
Σπιτσ̑ιού νύφη μη τσ̑η βρίσ'τι, τσ̑ον γκαν τ' έσ̑εις τρώει τα
(Του σπιτιού τη νυφίτσα μην την βρίζεις γιατί ό,τι έχεις στο σπίτι θα το φάει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
αλιτζής, κοστούς, νυφίτσα, σαμούρι
5. Ως προσφώνηση από μεγαλύτερες σε ηλικία νοικοκυρές σε μικρότερες συγγενείς ή γειτόνισσες
Σινασσ.
:
Να πείτε σ̑αιρετήματα ση νύφ' και 'φχαριστώ
(Να πείτε χαιρετισμμούς στη νύφη κι ευχαριστώ)
Σινασσ.
-Ρίζ.Αγ.
6. Φτερωτό μυρμήγκι
Φλογ.