νύφη
(ουσ. θηλ.)
νύφη
[ˈnifi]
Αφσάρ., Σατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
νύφ'
[nif]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Φερτάκ., Φκόσ., Φλογ.
νιούφη
[ˈɲufi]
Σίλ.
Πληθ.
νυφάδες
[niˈfaðes]
Δίλ., Ποτάμ., Σατ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Φλογ.
νυφάδις
[niˈfaðis]
Μαλακ., Τσουχούρ.
νυφάες
[niˈfaes]
Αξ., Σεμέντρ.
νυφάις
[niˈfais]
Μισθ.
νυφάρες
[niˈfares]
Αραβαν.
Ουδ.
νύφια
[ˈnifça]
Φερτάκ.
Από το μεσν. ουσ. νύφη (< αρχ. νύμφη).
1. Νύφη, γυναίκα κατά την στιγμή του γάμου της ή με την προοπτική γάμου
ό.π.τ.
:
Βκοϊζουνε τη νύφη τσ̑αι το γαμπρό
(Ευλογούν τη νύφη και τον γαμπρό)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
'φον βλογιστούν, ύστερα qαμπρός πγιαν' νύφης το χερ' και παπάδε με τον κόσμο ντάμα βγαίν' νε ασ' νεκκλησ̑ά
(Αφού παντρευτούν, ύστερα ο γαμπρός πιάνει το χέρι της νύφης και μαζί με τους παπάδες και τον κόσμο βγαίνουν από την εκκλησία)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Η νύφη κάνει τεμενά στον κόσμο σε τρεις μεριές
(Η νύφη υποκλίνεται στον κόσμο προς τρεις κατευθύνσεις, ενν. κατά τον γάμο)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Νύφ' έχ' ΄τάμα τ' και λίγο ψωμί και άλας για ογούρ και περεκέτ' και μαίν' σο σπίτ'
(Η νύφη έχει μαζί της και λίγο ψωμί κι αλάτι για γούρι και καλοτυχία, και μπαίνει στο σπίτι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Ηύρι καλ̑ή νιούφη, χοσ̑άσα, απ' καλό σπίτσ̑ι
(Βρήκε καλή νύφη, όμορφη, από καλό σπίτι)
Σίλ.
-Εκμεκ.
Τα φσ̑άχα ποίκαν το κατζί, να υπάν’ σ’ εν άβου χώρας τόπος να ‘ναύρουν νυφάδες
(Τα παιδιά πήραν την απόφαση να πάνε σε έναν ξένο τόπο για να βρούν νύφες)
Σατ.
-Παπαδ.
Να παν' πάλε σο Νεβσ̑εχίρ να φέρ'νε νύφης τα παρέγγειλαν το τσόλια
(Θα πάνε πάλι στη Νεάπολη να φέρουν τα ρούχα της νύφης που παράγγειλαν)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Με τ' υστερνού τ' άσκουμα γιόμωναν νύφης το λαγήν', και δίνισ̇καν το σο τρέσ̑η τ'
(Με τον τελευταίο κουβά νερό γέμιζαν το λαγήνι της νύφης, και της το έδιναν στην πλάτη)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Αμ αδαρά τα καινούργια τα νυφάδες, θέλουν, ιτζ ολμάσα, 12 φουστάνια μεταξωτά
(Αμ τώρα οι καινούργιες οι νύφες θέλουν, τουλάχιστον, 12 φουστάνια μεταξωτά)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Ασ' ση Μαλακοπιά παίρνισκαμ' και δε δίνισκαμ' νυφάδες
(Από την Μαλακοπή παίρναμε και δεν δίναμε νύφες)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Παίνιξαν νύφ' σου συμπέχερο τ'
(Πήγαιναν τη νύφη στο συμπέθερό της)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ταχύ να γενείς νύφ' να πας σε ξένο θύρα
(Σύντομα θα γίνεις νύφη και θα πας σε ξένο σπίτι)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Φρ.
Νυφιού dου τσ̑ουφάλ’
(Της νύφης το κεφάλι˙ στολισμένο κάλυμμα κεφαλής για νύφες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Νυφιού d’ άλια
(Τα κόκκινα της νύφης˙ κόκκινος νυφικός πέπλος που σκέπαζε το πρόσωπο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σε σ' ποίσου νύφ'
(Θα σε κάνω νύφη˙ θα σε παντρέψω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Το σκόρδο έν'νε νύφ' και το βρώμος-ι τ' σεράνdα μέρες δεν ξέβη
(Το σκόρδο έγινε νύφη (παντρεύτηκε) και η βρώμα του σαράντα μέρες δεν εμφανίστηκε˙ Για χαρά η οποία αποκρύπτει κακές ιδιότητες· για τη σχέση της νύφης με την πεθερά, η οποία λίγο μετά το γάμο αρχίζει να χειροτερεύει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
γκελίνα, νυφίτσα
2. Νύφη, παντρεμένη γυναίκα εν σχέσει προς τους συγγενείς του συζύγου της
ό.π.τ.
:
Έχω 'να νύφ' και μαίνω βγαίνω φιλά το χέρι μ'
(Έχω μια νύφη, και κάθε φορά που μπαίνω ή βγαίνω μου φιλάει το χέρι)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Η νύφη του τρώγκιν λέικκο ήτουν καό νύφη
(Η νύφη που έτρωγε λίγο ήταν καλή νύφη)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ντα νυφάις αν λάλειναν σου πεερό τ'νε γαρτσού, τρώισκαν ξύλου!
(Οι νύφες αν αντιμιλούσαν στον πεθερό τους, έτρωγαν ξύλο!)
Μισθ.
-Φατ.
Αν τ’ νύφ’ς μας το χέρισμα κανείς dε χερίζ̑’
(Σαν της νύφης μας το θέρισμα, κανείς δεν θερίζει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ένα σπίτ’ είχε τρεις νυφάδες και τις τρεις ασ' σο Φλοητά
(Μια οικογένεια είχε τρεις νύφες, και τις τρεις από τα Φλογητά)
Φλογ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Νύφ' μας γούλτωσεν
(Η νύφη μας γέννησε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παιρπαίνουν το νύφ' σο qουγιού
(Πηγαίνουν τη νύφη στο πηγάδι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Φρ.
Κόρη μ΄ εσένα τα λέγω, νύφη μ’ εσ̑ύ να τ’ ακούσ̑εις
(Κόρη μου σε σένα τα λέω, νύφη μου εσύ να τ’ ακούσεις˙ όταν προσχηματικά απευθυνόμαστε σε κάποιον, για να λάβει το μήνυμα κάποιος άλλος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Η νύφ' όχι όπως έμαθεν, αλλά όπως εύρ'
(Η νύφη όχι όπως έμαθε, αλλά όπως βρει˙ η νύφη πρέπει να προσαρμόζεται στον τρόπο ζωής του σπιτιού του συζύγου της)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Νύφ' και σκλάβος ψυσ̑ή δεν έχουν
(Νύφη και σκλάβος ψυχή δεν έχουν˙ οι γυναίκες και οι δούλοι βρίσκονται σε κατώτερη κοινωνική θέση, χωρίς δικαιώματα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Ασμ.
Σαν τζην μάνα, σαν τζην μάνα, και σαν εκείνην την μάνα,
οπού είχε τους εννιά υιούς και τους εννιά νυφάδες (Σαν τη μάνα, σαν εκείνη τη μάνα,
που είχε τους εννιά γιούς και τις εννιά νύφες) Τελμ. -Lag.
οπού είχε τους εννιά υιούς και τους εννιά νυφάδες (Σαν τη μάνα, σαν εκείνη τη μάνα,
που είχε τους εννιά γιούς και τις εννιά νύφες) Τελμ. -Lag.
β.
Παντρεμένη γυναίκα γενικώς
ό.π.τ.
:
Τα νυφάδε μας χήρες ήτανdε
(Οι νύφες μας ήταν χήρες
)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Στο ποτάμ’ πλύνισκαμ’ τα ρούχα, τα κορίτσια, τα νυφάδες σο ποτάμ’ λούζονταν
(Στο ποτάμι πλέναμε τα ρούχα, οι κοπέλες, οι παντρεμένες γυναίκες στο ποτάμι πλένονταν
)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Ναίτσις νυφάδι φσ̑όκκα κορ'τσόκκα τσίπ τουνι 'ντάμα
(Γυναίκες, νύφες, αγόρια, κορίτσια, όλοι μαζί
)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
γ.
Προσφώνηση από μεγαλύτερες σε ηλικία νοικοκυρές σε μικρότερες συγγενείς ή γειτόνισσες
Σινασσ., Φλογ.
:
Να πείτε σ̑αιρετήματα ση νύφ' και 'φχαριστώ
(Να πείτε χαιρετισμμούς στη %iνύφη%i κι ευχαριστώ
)
Σινασσ.
-Ρίζ.Αγ.
3. Λεχώνα
Δίλ., Τζαλ., Φάρασ.
:
Δυό νυφάδες 'σεράντεστα νά 'ρτουνε ση στράτα πενεντάβου ν' άξουνε βιόνε
(Αν συναντηθούν στο δρόμο δύο λεχώνες ασαράντιστες, πρέπει να ανταλλάξουν βελόνια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
λεχώνα, λοχούσα
4. Νυφίτσα
Σίλ.
:
Σπιτσ̑ιού νύφη μη τσ̑η βρίσ'τι, τσ̑ον γκαν τ' έσ̑εις τρώει τα
(Του σπιτιού τη νυφίτσα μην την βρίζεις γιατί ό,τι έχεις στο σπίτι θα το φάει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
αλιτζής, γκελιντζίκ, κοστούς, νυφίτσα, σαμούρι
6. Φτερωτό μυρμήγκι
Φλογ.