ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νύφη (ουσ. θηλ.) νύφη [ˈnifi] Αφσάρ., Σίλ., Σινασσ., Τζαλ., Φάρασ. νύφ' [nif] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φκόσ., Φλογ. νιούφη [ˈɲufi] Σίλ. Πληθ. νυφάδες [niˈfaðes] Δίλ., Ποτάμ. νυφάδις [niˈfaðis] Τσουχούρ. νυφάες [niˈfaes] Αξ., Σεμέντρ. νυφάις [niˈfais] Μισθ. νυφάρες [niˈfares] Αραβαν. Ουδ. νύφια [ˈnifça] Φερτάκ. Από το μεσν. ουσ. νύφη (< αρχ. νύμφη).
1. Νύφη ό.π.τ. : Παίνιξαν νύφ' σου συμπέχερο τ' (Πήγαιναν τη νύφη στο συμπέθερό της) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Νύφ' μας γούλτωσεν (Η νύφη μας γέννησε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντα νυφάις αν λάλειναν σου πεερό τ'νε γαρτσού, τρώισκαν ξύλου! (Οι νύφες αν αντιμιλούσαν στον πεθερό τους, έτρωγαν ξύλο!) Μισθ. -Φατ. Τα νυφάδε μας χήρες ήτανdε (Οι νύφες μας ήταν χήρες) Ανακ. -Κωστ.Α. Ήβρι καλ̑ή νιούφη, χοσ̑άσα, απ' καλό σπίτσ̑ι (Βρήκε καλή νύφη, όμορφη, από καλό σπίτι) Σίλ. -Εκμεκ. || Φρ. Το σκόρδο έν'νε νύφ' και το βρώμος-ι τ' σεράνdα μέρες δεν ξέβη (Το σκόρδο έγινε νύφη (παντρεύτηκε) και η βρώμα του σαράντα μέρες δεν εμφανίστηκε˙ Για χαρά η οποία αποκρύπτει κακές ιδιότητες· για τη σχέση της νύφης με την πεθερά, η οποία λίγο μετά το γάμο αρχίζει να χειροτερεύει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Η νύφ' όχι όπως έμαθεν, αλλά όπως εύρ' (Η νύφη όχι όπως έμαθε, αλλά όπως βρει˙ Η νύφει πρέπει να προσαρμόζεται στον τρόπο ζωής του σπιτιού του συζύγου της) Σινασσ. -Τακαδόπ. Νύφ' και σκλάβος ψυσ̑ή δεν έχουν (Νύφη και σκλάβος ψυχή δεν έχουν˙ Οι γυναίκες και οι δούλοι βρίσκονται σε κατώτερη κοινωνική θέση, χωρίς δικαιώματα) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. γκελίνα, νυφίτσα
2. Λεχώνα Δίλ., Τζαλ. Συνών. λοχούσα
3. Νυφίτσα Σίλ. : Σπιτσ̑ιού νύφη μη τσ̑η βρίσ'τι, τσ̑ον γκαν τ' έσ̑εις τρώει τα (Του σπιτιού τη νυφίτσα μην την βρίζεις γιατί ό,τι έχεις στο σπίτι θα το φάει) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. αλιτζής, κοστούς, νυφίτσα, σαμούρι
4. Κούκλα Μισθ., Φερτάκ. : Να ποίκουμ' νυφάις (Να φτιάξουμε κούκλες) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. κούτσα
5. Ως προσφώνηση από μεγαλύτερες σε ηλικία νοικοκυρές σε μικρότερες συγγενείς ή γειτόνισσες Σινασσ. : Να πείτε σ̑αιρετήματα ση νύφ' και 'φχαριστώ (Να πείτε χαιρετισμμούς στη νύφη κι ευχαριστώ) Σινασσ. -Ρίζ.Αγ.
6. Φτερωτό μυρμήγκι Φλογ.