νυχτανίσκει
(ρ.)
νυχτανίξ'
[nixtaˈniks]
Μισθ.
Από το ουσ. νύχτα και το παραγωγ. επίθμ. -ίσκω.
Νυχτώνει
:
Ζωή, τουν λες τι 'νι; ξημερώνει ένα μέρα, νυχτανίξ' ένα μέρα, αυτό είνι
(Ζωή όταν λες, τι είναι; Ξημερώνει μιά μέρα, νυχτώνει μια μέρα, αυτό είναι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Αντίθ
ασπρίζω, αυγάζω, λημεριώνω :1, ξημερεύει, ξημερώνω :1, Συνών.
νυχτιάζει
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025