νυχτιάζει
(ρ. απρόσ.)
νυχτιάζ̑'
[nix'tçaʒ]
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
νυχτσ̑άζ̑'
[nixˈtʃaʒ]
Γούρδ.
νυχτσ̑άσ̑'
[nix'tʃaʃ]
Αραβαν.
Αόρ.
νύχτιασεν
[ˈnixtçasen]
Ανακ.
νύχτσ̑ασεν
[ˈnixtʃasen]
Τελμ.
νυχτιάσιν
[nixˈtçasin]
Μαλακ., Μισθ.
Από το μεσν. ρ. νυκτιάζει. Πβ. και νεότ. τύπ. νυχτιάζει.
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025