ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νυχτιάζει (ρ. απρόσ.) νυχτιάζ̑ [nix'tʝaʒ] Μαλακ., Μισθ., Φλογ. νυχτσ̑άσ̑' [nix'tʃaʃ] Αραβαν. Αόρ. νύχτιασεν [ˈnixtçasen] Ανακ. νυχτιάσιν [nixˈtçasin] Μαλακ., Μισθ. Από το μεσν. ρ. νυκτιάζει. Πβ. και νεότ. τύπ. νυχτιάζει.
Νυχτώνει ό.π.τ.