ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νυχτιάζει (ρ. απρόσ.) νυχτιάζ̑' [nix'tçaʒ] Μαλακ., Μισθ., Φλογ. νυχτσ̑άζ̑' [nixˈtʃaʒ] Γούρδ. νυχτσ̑άσ̑' [nix'tʃaʃ] Αραβαν. Αόρ. νύχτιασεν [ˈnixtçasen] Ανακ. νύχτσ̑ασεν [ˈnixtʃasen] Τελμ. νυχτιάσιν [nixˈtçasin] Μαλακ., Μισθ. Από το μεσν. ρ. νυκτιάζει. Πβ. και νεότ. τύπ. νυχτιάζει.
Νυχτώνει ό.π.τ. Συνών. νυχτανίσκει, Αντίθ ασπρίζω, αυγάζω, λημεριώνω :1, ξημερεύει, ξημερώνω :1
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025