νυχτιάζει
(ρ. απρόσ.)
νυχτιάζ̑
[nix'tʝaʒ]
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
νυχτσ̑άσ̑'
[nix'tʃaʃ]
Αραβαν.
Αόρ.
νύχτιασεν
[ˈnixtçasen]
Ανακ.
νυχτιάσιν
[nixˈtçasin]
Μαλακ., Μισθ.
Από το μεσν. ρ. νυκτιάζει. Πβ. και νεότ. τύπ. νυχτιάζει.
Νυχτώνει
ό.π.τ.