νυχτιάτικο
(επίρρ.)
νυχτιάτικο
[niˈxtçatikο]
Σινασσ.
νυχτιάτικου
[niˈxtçatiku]
Μισθ.
Από το ουσ. νύχτα και το παραγωγ. επίθμ. -ιάτικο. Η λ. πιθ. από την Κοινή ν.ε.
Νυχτιάτικα
ό.π.τ.
:
Πήρις ντου γιοργάν τσι μπούισα νυχτιάτικου
(πήρες το πάπλωμα και ξεπάγιασα νυχτιάτικα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Εσύ νυχτιάτικο (…) ν’ αφήκεις το σπίτι σ’ και να ’ρτείς εδώ θα πει πως κάτι έκτακτο συμβαίνει
(Εσύ νυχτιάτικα ν’ αφήσεις το σπίτι σου και να έρθεις εδώ, θα πει πως κάτι έκτακτο συμβαίνει)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.