νυχτιάτικο
(επίρρ.)
νυχτιάτικο
[niˈxtçatikο]
Σινασσ., Φλογ.
νυχτιάτ'κο
[niˈxtçatko]
Αξ.
νυχτιάτικου
[niˈxtçatiku]
Μισθ.
Από το ουσ. νύχτα και το παραγωγ. επίθμ. -ιάτικο. Η λ. πιθ. από την Κοινή ν.ε.
Νυχτιάτικα
ό.π.τ.
:
Όταν σέμετε στο σπίτι μας νυχτιάτικο, η γειτονιά κρεμάστην ασ' τα παραθύρια
(Όταν μπήκατε στο σπίτι μας νυχτιάτικα, η γειτονιά κρεμάστηκε από τα παράθυρα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Πήρις ντου γιοργάν' τσι μπούισα νυχτιάτικου
(πήρες το πάπλωμα και ξεπάγιασα νυχτιάτικα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
νυχτιώς
Τροποποιήθηκε: 12/07/2025