ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νυχτιάτικο (επίρρ.) νυχτιάτικο [niˈxtçatikο] Σινασσ., Φλογ. νυχτιάτ'κο [niˈxtçatko] Αξ. νυχτιάτικου [niˈxtçatiku] Μισθ. Από το ουσ. νύχτα και το παραγωγ. επίθμ. -ιάτικο. Η λ. πιθ. από την Κοινή ν.ε.
Νυχτιάτικα ό.π.τ. : Όταν σέμετε στο σπίτι μας νυχτιάτικο, η γειτονιά κρεμάστην ασ' τα παραθύρια (Όταν μπήκατε στο σπίτι μας νυχτιάτικα, η γειτονιά κρεμάστηκε από τα παράθυρα) Σινασσ. -Τακαδόπ. Πήρις ντου γιοργάν' τσι μπούισα νυχτιάτικου (πήρες το πάπλωμα και ξεπάγιασα νυχτιάτικα) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. νυχτιώς
Τροποποιήθηκε: 12/07/2025