νυφόκκο
(ουσ. θηλ.)
νυφόκκο
[niˈfoko]
Φάρασ.
νυφόκκου
[niˈfoku]
Τσουχούρ.
Από το ουσ. νύφη και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
1. Θωπευτ., νυφούλα
Τσουχούρ.
:
Μου κατσέφ', νυφόκκου, τα δύου μας παλί γλύτουσαμι την κουπανέ!
(Μη μιλάς, νυφούλα μου, οι δυό μας πάλι γλυτώσαμε το ξύλο!)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
νυφίτσα
2. Με ατονημένη την υποκορ. σημ.
Φάρασ.
:
Η νυφόκκο φοβήθη να υπά σην πεθερά τ'ς
(Η νύφη φοβήθηκε να πάει στην πεθερά της)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
νύφη