ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νυφόκκο (ουσ. θηλ.) νυφόκκο [niˈfoko] Φάρασ. νυφόκκου [niˈfoku] Τσουχούρ. Από το ουσ. νύφη και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
1. Θωπευτ., νυφούλα Τσουχούρ. : Μου κατσέφ', νυφόκκου, τα δύου μας παλί γλύτουσαμι την κουπανέ! (Μη μιλάς, νυφούλα μου, οι δυό μας πάλι γλυτώσαμε το ξύλο!) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. νυφίτσα
2. Με ατονημένη την υποκορ. σημ. Φάρασ. : Η νυφόκκο φοβήθη να υπά σην πεθερά τ'ς (Η νύφη φοβήθηκε να πάει στην πεθερά της) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. νύφη