ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντισινγκέ (ουσ. ουδ.) ντϋσ̑ϋνgέ [dyʃynˈɟe] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. düşünce = α) σκέψη, ιδέα β) στοχασμός, συλλογισμός.
Σκέψη, περισυλλογή Αξ. : Πέφτ' στο ντϋσ̑ϋνgέ: «Τίχαλα να το περνάσω;» (Πέφτει σε περισυλλογή: «Πώς να το περάσω (το ποτάμι);») Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. ανανούς
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025