ντισινγκέ
(ουσ. ουδ.)
ντϋσ̑ϋνgέ
[dyʃynˈɟe]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. düşünce = α) σκέψη, ιδέα β) στοχασμός, συλλογισμός.
Σκέψη, περισυλλογή
Αξ.
:
Πέφτ' στο ντϋσ̑ϋνgέ: «Τίχαλα να το περνάσω;»
(Πέφτει σε περισυλλογή: «Πώς να το περάσω (το ποτάμι);»)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
ανανούς
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025