ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντροπιάζομαι (ρ.) αντροπιάζουμαι [androʹpçazume] Τελμ. ντροπιάζουμαι [droˈpçazume] Αξ., Αραβαν. τροπιάζουμαι [troˈpçazome] Αξ., Φλογ. ντρουπιαζιέμαι [drupʝaˈzʝeme] Αξ. τροπιαζιέμι [tropʝaˈzʝemi] Μισθ. τροπιάζουμου [troˈpʝazumu] Σίλ. ντραπιέζουμι [draʹpçezumi] Φάρασ. τροπιέμι [troˈpçemi] Μαλακ. Αόρ. ντροπιάστα [droʹpçasta] Αραβαν. τροπιάστα [troˈpçasta] Μαλακ., Μισθ., Σινασσ. τροπιάσκα [troˈpçaska] Σίλ. Προστ. τροπιάστ’ [troʹpçast] Μαλακ. Μτχ. ντροπιασμένο [dropçaʹzmeno] Αξ., Γούρδ. Από το μεσν. ρ. ἐντροπιάζω, νεότ. ντροπιάζω (Λεξ. Σομ.). Ο τύπ. ντραπιέζουμι από τον αόρ. ντράπα (< ἐντράπην) του ρ. ντρέπομαι.
1. Αμτβ., ντρέπομαι, νιώθω ντροπή λόγω αξιόμεμπτης πράξης ό.π.τ. : Ρε τροπιάζισι τσ̑α να καλατζ̑έψεις; (Δεν ντρέπεσαι να μιλάς έτσι;) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ασ' τον ιντσάνο ντε τροπιάζεται (Τον άνθρωπο δεν τον ντρέπεται) Αξ. -Κεσ. Παναΐα πολύ μερακλάνdισεν: «Τι είναι το κοιλία μ';. Εγώ δεν είδα άντρα»· ανdροπιαζ̑όταν 'σ' σον κόσμον (Η Παναγία στεναχωρήθηκε πολύ. «Τι γίνεται η κοιλιά μου; Εγὠ δεν είδα άντρα». Ντρεπόταν τον κόσμο) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Το ντιλέντσεμα δεν αντροπιάζεται (Η ζητιανιά δεν είναι ντροπή) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Και πάλ’ χέλ’ ντε χέλ’ μαύρισεν το πρόσωπό τ’, σέμεν ντροπιασμένο (Και πάλι θέλοντας και μη έρριξε τα μούτρα του, μπήκε ντροπιασμένος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Ντρέπομαι, αισθάνομαι συστολή να πω ή να κάνω κάτι ό.π.τ. : Εμείς τροπιάζουμεστε να το ρωτήσουμ’ (εμείς ντρεπόμαστε να τον ρωτήσουμε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Βρε, ούλα ξέρεις τα, αλλά ντροπιαζιέσι να γκιαλαέψεις (Βρε, όλα τα ξέρεις, αλλά ντρέπεσαι να μιλήσεις) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τροπιαζιέμι να ντου ρανήσου (Ντρέπομαι να τον κοιτάξω) Μισθ. -Κοτσαν. Του κ'λάτσ̑' τροπιαζ̑όντουν (Το αγοράκι ντρεπόταν) Μισθ. -Μακρ. Εκείνο ντροπιάσ̑τσ̑η λίγο, αμ-μά έφαγεν do (Εκείνο ντράπηκε λίγο, αλλά το έφαγε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Εγώ τά 'χασα, τροπιάστα (Εγώ τα έχασα, ντράπηκα) Σινασσ. -Λεύκωμα Ντε γκιαλατζεύ'νι ομπρό σα φσ̑άχα, ντροπιαζιέντι (Δε μιλάνε μπροστά στα παιδιά, ντρέπονται) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ντροπιαζιέδι, κοκκίντσι, ρα τι γένη! γιαΐ κοκκίνσις γιάβρου μ'; (Ντρέπεται, κοκκίνησε, κοίτα τι έγινε! γιατί κοκκίνησες παιδάκι μου;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ασ' την πολλή λάμψη σκέπασαν το πρόσωπό των, όλοι τροπιάσταν (Από την πολλή λάμψη (της ομορφιάς της) σκέπασαν το πρόσωπό τους, όλοι ντράπηκαν) Σινασσ. -Αρχέλ.