ντρανώ
(ρ.)
'ντρανώ
[draˈno]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σεμέντρ., Σίλ., Φερτάκ.
'ντρανού
[draˈnu]
Ουλαγ.
'τρανώ
[traˈno]
Ανακ., Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ.
ρανώ
[raˈno]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Τελμ.
Παρατατ.
'ντράνεινα
[ˈdranina]
Αραβαν.
'ντράν-να
[ˈdran:a]
Αξ.
'ντράνεινισ̑κα
[ˈdraniniʃka]
Αραβαν., Ουλαγ., Φερτάκ.
'ντράνην'σκα
[ˈdraninska]
Ουλαγ.
'τράνανα
[ˈtranana]
Ανακ., Σίλατ., Σινασσ.
'τράνεινα
[ˈtranina]
Ποτάμ., Σίλατ.
'τρανήνα
[traˈnina]
Τελμ.
'τράνισ̑κα
[ˈtraniʃka]
Αξ.
'τράνεινισ̑γκα
[ˈtraniniʃga]
Ουλαγ.
'τραν̑ηνόνdζ̑ισκα
[ˈtraɲinondʒiska]
Σίλ.
'τραν̑ηνόσκα
[ˈtraɲinoska]
Σίλ.
ράνανα
[ˈranana]
Μισθ.
ράνεινα
[ˈranina]
Μισθ.
Αόρ.
'ντράνησα
[ˈdranisa]
Σίλ.
'ντράν'σα
[ˈdransa]
Αραβαν., Ουλαγ., Σίλ.
'ντράνdσα
[ˈdrandsa]
Αξ.
'τράνησα
[ˈtranisa]
Ανακ., Αραβ., Μαλακ.
'τράν'σα
[ˈtransa]
Αξ., κ.α., Σίλ.
'τράησα
[ˈtraisa]
Σίλ.
ράν'σα
[ˈransa]
Μισθ.
ράντσα
[ˈrantsa]
Αξ., Μισθ.
είδα
[ˈiða]
Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ.
είdα
[ˈida]
Μισθ., Φερτάκ.
είδια
[ˈiσ̑ʝa]
Αξ., Μπέηκ., Σινασσ.
είdια
[ˈidʝa]
Αξ.
είζα
[ˈiza]
Σεμέντρ.
είγια
[ˈiʝa]
Αξ., Ουλαγ.
είρα
[ˈira]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ.
γείρα
[ˈʝira]
Γούρδ.
Υποτ. Πληθ.
ασ̑ουρούμ'
[aʃuˈrum]
Αραβαν., Φερτάκ.
ας 'ουμ'
[as um]
Αραβαν.
ας 'ουμισίζ
[as umiˈsiz]
Αραβαν.
άειμας
[ˈaimas]
Τσαρικ.
αείμ'
[aˈim]
Αραβαν., Μισθ.
Προστ.
'ντράνα
[ˈdrana]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ.
'τράνα
[ˈtrana]
Σινασσ.
ράνα
[ˈrana]
Τσαρικ.
'ντράνησ'
[ˈdranis]
Αξ., Αραβαν., Σίλ.
'τράνησ'
[ˈtranis]
Αξ., Αραβαν., Σίλ.
Παθ.
'ντρανιέμαι
[draˈɲeme]
Αξ.
Μτχ.
'ντρανημένο
[draniˈmeno]
Ουλαγ.
Από το μεσν. ρ. ἐντρανῶ = κοιτάζω. Ο τύπ. ρανώ πιθ. λόγω εσφαλμένης κατάτμησης σε περίπτωση προηγούμενων λ. που λήγουν σε [t], π.χ. να τ' (ν)τρανώ > να τ' ρανώ. Σε ορισμένα ιδιώμ. το ρ. διαθέτει υποκατάστατο αόρ. από το ρ. είδα.
1. Bλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ
ό.π.τ.
:
Ξεβαίνου όξου, ντρανώ
(Βγαίνω έξω, κοιτάζω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σ̑κώχεν, τρανά: κανείς ντεν έν'
(Σηκώνεται, βλέπει: κανείς δεν είναι)
Αξ.
-Dawk.
Τρανούσ̑ι ότσ̑ι μέγα αλεφρού τα παρά εξ̑ίλτζ̑ησασ̑ι
(Κοιτούν και βλέπουν ότι τα χρήματα του μεγάλου αδελφού τέλειωσαν)
Σίλ.
-Dawk.
'στένω 'πούτ' σι ρανώ
(Αρρωσταίνω που σε βλέπω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πήαμ' 'ντετσ̑ού σε κείνου ντου χωριό, ρανούμ, τσ̑όαν καμιά 'κουσ̑πένdι σπίτια
(Πήγαμε εκεί σ' εκείνο το χωριό, κοιτάμε, ήταν καμιά εικοσπενταριά σπίτια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Μι ντου ξύλου σκότουσάν ντα. Τσι ιμείς, σαν μικρά, ράναναμ'
(Τους σκότωσαν στο ξύλο. Κι εμείς, σα μικροί, κοιτούσαμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σόνα τράν'σε εκεί, απ' ένα κελέρ' έβγαν ένα πολλά ασκέρια
(Μετά είδε εκεί: ένας μεγάλος αριθμός στρατιωτών άρχισε να βγαίνει από την σπηλιά)
Ουλαγ.
-Dawk.
Dράν'σε κι έν' ένα πολλά γκονάκια
(Είδε ότι υπάρχουν πολλά σπίτια)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Dράνdσα το και χ̑γαμάσ̑τα
(Τον είδα και απόρησα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τσ̑είδι πλατύ ιτό που ράν'σις
(Είναι μακρύ αυτό που είδες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Το παιδί, όσον gι ειδέν τσ̑ην, επήρεν τσ̑ην με τα κ͑αϊγέδια
(Το παιδί, όταν την είδε, την πήρε με τις πέτρες)
Τελμ.
-Dawk.
Τσ̑ι̂γι̂́ρσαν απερού, τσ̑ι̂γι̂́ρσαν απεκεί και άπανσι̂ είραν ντο ομπρό τουν
(Φώναξαν από δω, φώναξαν από κει και ξαφνικά το είδαν μπροστά τους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ρέ σου είρι
(Δεν σε είδε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πατισ̑αχιού το παιρί γείρεν ντο και είπεν σο πατέρα τ'
(Ο γιος του βασιλιά την είδε και (το) είπε στον πατέρα του)
Γούρδ.
-Dawk.
Η θύρα μαναχή της πάλε σφάλισε. Πριχού να σφαλίσ' είδιεν λάμψη σα να 'ταν απ' έσω όλιος
(Η πόρτα έκλεισε πάλι από μόνη της. Πριν να κλείσει, (αυτός) είδε (να βγαίνει) μιά λάψη σα να 'ταν ήλιος μέσα (στη σπηλιά))
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Τρανά στέκιτι στα μάτσ̑α τ' απάνου
(Τον κοιτάζει κατάματα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Εμείς απ' μακριγιά να dρανήσουμ'
(Εμείς από μακριά θα δούμε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έβγα ντο ντικμέ απάν' γκαι dράνα τίλοο νίσκεται
(Ανέβα πάνω στο δέντρο και δες πώς γίνεται)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ετό ναίκα φόρινεν, καμάρωνεν και τράνανεν σο αϊνά
(Αυτή η γυναίκα φορούσε τα καλά της, ντυνόταν όμορφα και κοιτούσε μέσα στη γυάλινη σφαίρα)
Σίλατ.
-Dawk.
'τουν ήρταν τσ̑αού, ράνdσαν ντου
(Όταν ήρθαν εδώ, το είδαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Παπάς μη κλώσ' να ρανήσ' οπίσω τ'
(Ο παπάς να μη γυρίσει να κοιτάξει πίσω του (κατά τη διάρκεια μιας κηδείας))
Μισθ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Ξέβα ράνα άιμας αν έριδι πάππου σ', ας χαζουρλανδίσουμ'.
(Βγες κοίτα για να δουμε αν έρχεται ο παπούς σου (για την βάφτισή σου), να ετοιμαστούμε)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Ράν'σε το ντράκο κι έπεσε κατόπ'σα τ'
(Είδε τον δράκο και τον ακολούθησε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
|| Φρ.
Χεγού πρόσωπο ντεν είdια
(Θεού πρόσωπο δεν είδα˙ Δεν είδα άσπρη μέρα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Νε ω το;
(Θα το δω;˙ Θα το κάνω; (Ο τύπος υποτακτικής εδώ είναι από τον αόρ. <em>είγια</em> και έχει η φρ. έχει τη σημ. που έχει λόγω της φράσης <em>χιωρού όργο</em> "Δουλεύω".)
Ουλαγ.
-Dawk.
'Ρανώ γιάναϊ
(Βλέπω πλάγια, λοξά˙ Λοξοκοιτάζω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'Ρανώ ντιαρίνια
(Κοιτάζω βαθιά˙ Αγναντεύω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντε κλώου ντε ρανώ
(Δεν γυρίζω δεν κοιτάω˙ Δεν γυρίζω ούτε να το κοιτάξω, αδιαφορώ για κάτι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σογού μέρα μη ρανήσ'
(Θεού μέρα να μη δει˙ Να μη δει καλό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Παροιμ.
Τα να χ̑πεις με dρανάς, τα ν' ακούσ̑εις dράνα
(Αυτά που θα πεις μη βλέπεις, αυτά που θ' ακούσεις βλέπε˙ Όταν κάποιος κατηγορεί, ενώ φταίει ο ίδιος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τράν' τη μάνα κι έπαρ' τo παιδί
(Κοίτα την μάνα και πάρε το παιδί˙ Τα παιδιά μοιάζουν στους γονείς τους)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Dράνα τo κενάρι τ' κι έπαρ' τo πανί.
(Κοίτα την άκρη του, την ούγια του και πάρε το πανί˙ Τα παιδιά μοιάζουν στους γονείς τους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το ορνί μπιλέ πγινίσ̑κ' το λερό, ντρανά σο Τεό
(Κι η κότα ακόμα, όταν πίνει νερό, βλέπει προς τον Θεό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
'τον όρτωσα, 'τον τράνησα, τρομάξανε τα γόνα τα μ'
(Όταν σηκώθηκα, όταν κοίταξα, κατατρόμαξα)
Μαλακ., Ανακ.
-Παχτ.
Συνών.
βλέπω, θωρώ
2. Εξετάζω
:
'Ρανώ ντου καλά
(Το βλέπω καλά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'τουν ήρτι Μάη Παύλης, ράντσι τσι αφ'κάλια;
(Όταν ήρθε ο Μάη Παύλης, είδε για σκούπες;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ας πάμ' αζ dρανήσουμ' βαβά μας γιατ͑ί το τ͑ακ-τ͑ουκ dεν ντο κόφτ'
(Ας πάμε να δούμε γιατί ο πατέρας μας το τακ-τουκ δεν το σταματά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Νάμε τι έχ'
(Ας δούμε τι έχει)
Σίλατ.
-Dawk.
Ασ̑ουρούμ' τσ̑' εν'
(Να δούμε τι είναι)
Τελμ.
-Dawk.
Dράνα για, ούτσ̑σα γαdάρηζ μεγάλα κιτάπια κι ένα κάνονα dεν ηύρε
(Για δες, τόσο μεγάλα βιβλία, κι έναν κανόνα δεν βρήκε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Aείμ' 'παπού να βγει
(Να δούμε από πού θα βγει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Ασμ.
ν' ανοίξουμε Χριστού το θυρ' να ζιούμε μέσα τι έσ̑'
(Να ανοίξουμε την πόρτα του Χριστού να δούμε τι έχει μέσα)
Μαλακ.
-Παχτ.
Συνών.
θωρώ
3. Συναντώ, βρίσκω, επισκέπτομαι
Ανακ., Αξ., Μαλακ.
:
Είdια το χιάνατος
(Είδα τον θάνατο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παρέμα να γιω τη μάνα μ' ένα χατρά
(Πήγα να δω λίγο την μάνα μου)
Μαλακ., Ανακ.
-Αρχέλ.
'γώ σέλου να ριω μέγα μου τ' παιρί
(Εγώ θέλω να δω τον μεγάλο μου τον γιο)
Σίλ.
-Dawk.
Τσ̑ι 'μεις ράνdσαμ' λία γερά χρόνια
(Κι εμείς είδαμε λίγα χρόνια με υγεία και ευημερία)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
γιοκλαντίζω :1, γιολαχλατώ
4. Φροντίζω να κάνω κάτι
Αξ., Αραβαν., Τροχ.
:
Το σον το ντιλέκ' λίγο ζόρ' 'ναι άμ-μα να ντρανήσω να το bοίκω
(Η δικιά σου η επιθυμία είναι λίγο δύσκολη αλλά θα κοιτάξω να την πραγματοποιήσω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ετά τ' όργο να dρανηχεί
(Αυτή η δουλειά πρέπει να γίνει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Ντρανώ τη δουλειά μου
(Κοιτώ τη δουλειά μου˙ Κάνω τη δουλειά μου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Dρανώ χώρας όργο
(Κοιτώ τη δουλειά των ξένων˙ Ξενοδουλεύω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Χώρα ό,τσ̑ι κι αμ πουν, εσ̑ύ τ' όργο ζ' dράνα
(Οι ξένοι ό,τι κι αν πουν, εσύ τη δουλειά σου κοίτα˙ Μην δίνεις σημασία στο τι λένε οι ξένοι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
T' όφκιρο κεφάλ' ντε τρανά να γιομώχει, κρεύ' να φκιορώσ' χώρας
(Το άδειο κεφάλι δεν κοιτάει να γεμίσει, επιδιώκει να αδειάσει των άλλων˙ ο ανόητος δεν ακούει συμβουλές, αλλά προσπαθεί να επιβάλει την γνώμη του στους γνωστικούς)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
Συνών.
τσαλιστίζω, τσαπαλαντίζω
5. Μτφ., "κοιτάζω", περιποιούμαι, περιθάλπω, συντηρώ
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ.
:
Τρανώ τα τ͑άρλα
(Φροντίζω τα χωράφια)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Όσουν καν ήρτι οπ' του σ̑έρι μου, dράνησά τα
(Όσο μπόρεσα τον περιποιήθηκα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Dράνdσα το καλά και λιάρωσα το
(Τον περιποιήθηκα καλά και τον έκανα καλά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Εκεινό άλλε τις να ο dρανήσ';
(Εκείνον πια ποιος θα τον περιποιηθεί;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Σ' σα γιράμαδα σ’ ογώ να σι 'ρανήσου
(Στα γεράματά σου θα σε κοιτάξω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
To ντρανημένον ντο κανείς bελ-λί 'ναι
(Ο περιποιημένος άνθρωπος φαίνεται)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Καλά ντρανά το σπίτσι τ’
(Φροντίζει καλά την οικογένειά του)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 403
Νύφη ρε σε τρανήσει
(Η νύφη σου δε θα σε φροντίσει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Το καλό το γονσ̑ού ασ' το αdελφό σ' καλά dράνα το
(Τον καλό τον γείτονα κοίτα τον καλύτερα από τον αδερφό σου˙ Τον καλό τον γείτονα φρόντιζέ τον καλύτερα κι απ'τον αδελφό σου)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
γρεύω, θωρώ, παραθωρώ
6. Είμαι στραμμένος προς μιά κατεύθυνση
Φλογ.
:
Τα πεντσέρες τρανούν σο ποριάζ
(Τα παράθυρα βλέπουν στο βορρά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
7. Φυλάγω, παρακολουθώ
Αξ.
:
Ντράνισκαν με έρουνται βραγιώς Τουρκιού να κλέψ'νε ντεΐ
(Φύλαγαν μήπως έρθουν το βράδυ Τούρκοι για να κλέψουν)
Αξ.
-Παυλίδ.