τσαλιστίζω
(ρ.)
τσ̑αλιστίζω
[tʃaliˈstizo]
Μαλακ.
τσ̑αλι̂σ̑τι̂́ζω
[tʃalɯʃtɯzo]
Αξ., Αραβαν., Τροχ.
τ͑σ̑αλιστι-έω
[tʰʃalistiˈeo]
Φάρασ.
τσ̑αλιστιέου
[tʃalistiˈeu]
Τσουχούρ., Φάρασ.
τσ̑αλι̂σ̑ντώ
[tʃalɯʃˈdo]
Σίλατ., Φλογ.
τσ̑αλισ̑τώ
[tʃaliˈʃto]
Σίλ., Τροχ., Φλογ.
τσ̑αλισ̑τού
[tʃaliˈʃtu]
Ουλαγ.
τσ̑αλουστώ
[tʃaluˈsto]
Σίλ.
Παρατατ.
τσ̑αλι̂́σ̑τεινα
[tʃaˈlɯʃtina]
Σίλατ., Τροχ., Φλογ.
Νεότ. ρ. τσαλιστίζω = προσπαθώ, παλεύω, αγωνίζομαι (Mackridge 2021: 57), το οπ. από το τουρκ. ρ. çalişmak = α) εργάζομαι β) μελετώ γ) προσπαθώ δ) πολεμώ. Και ο τύπ. τσ̑αλιστίζω νεότ.
1. Αμτβ., εργάζομαι, δουλεύω
ό.π.τ.
:
Αδελφό μ' τσ̑αλι̂σ̑ντά σο qαϊφεdζ̑ή ένα παρά το μεριgό τ'
(Ο αδελφός μου δουλεύει στον καφετζή για ένα παρά ημερομίσθιο)
Φλογ.
-Dawk.
Eτό είχαν ντο σον ντόπο, όπου τσ̑αλι̂́σ̑τειναν
(Aυτό το είχαν στον τόπο όπου δούλευαν)
Σίλατ.
-Dawk.
Τα έχω τα παράδια σα εκατό χρόνος σώνουν με, άλλο μη να τσ̑αλισ̑τήσω», λέει και κάθεται δεν τσ̑αλισ̑τά
(Τα λεφτά που έχω με φτάνουν για εκατό χρόνια, ας μην δουλέψω άλλο, λέει και κάθεται, δεν δουλεύει)
Οπ’ τ’ εχτές κι ‘ρώ τι τσαλουστώ
(Aπό χτες μέχρι τώρα δουλεύω)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Ούλα μας να τσαλιστήσουμ', ούλα μας ας φάμ'
(Όλοι μας θα δουλέψουμε, όλοι μας θα φάμε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Είχα τα ούλα τσ̑αλι̂́στειναν 'ς εμένα 'ς τα καπνά
(Τους είχα όλους και δούλευαν σε μένα στα καπνά)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Παροιμ.
Αντί γαϊρίδι τσ̑αλιστιέ, ανdί άβγο τρώ’
(Σαν γάιδαρος δουλεύει, σαν άλογο τρώει˙ Ο δουλευταράς δικαιούται να τρώει καλά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Για μηχάνημα, λειτουργώ
Τσουχούρ.
:
Τζ̑ο τσαλισ̑τιέ’ η μεχανή
(Δεν λειτουργούσε η μηχανή)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
3. Μτβ., δουλεύω κάτι, το επεξεργάζομαι
Σίλ.
:
Τσ̑αλιστά τες βέργες. γουλτώννει τες
(Δουλεύει, επεξεργάζεται τα σκουλαρίκια, τα τελειώνει)
Σίλ.
-Dawk.