ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαλκαντίζω (ρ.) τσ̑αλκαdι̂́ζω [tʃalkaˈdɯzo] Αξ. τσ̑αλκαΐζου [tʃalkaˈizu] Μισθ. τσαλπατίζω [tsalpaˈtizo] Μαλακ., Φάρασ. τσ̑αλπι̂τώ [tʃalpɯˈto] Φλογ. τσαπλατίζω [tsaplaˈtizo] Σινασσ. Aπό το τουρκ. ρ. çalkamak, όπου και διαλεκτ. τύπ. çalpamak (Redhouse) = α) τραντάζω β) ανακατεύω γ) χτυπάω, για αβγά ή γάλα δ) ξεπλένω. O τύπ. τσαπλατίζω με μετάθ. Πβ. νεότ. ρ. τζαλκαδίζω = ταράζω (πβ. Δαπόντ. Δακ. Ἐφ. 25.6.12 «Ἀτός του δὲ θέλει εὑρίσκεται εἰς τὴν ξηρὰν διὰ νὰ τζαλκαδίζῃ τὰ ἐκεῖσε μέρη»).
1. Χτυπάω υγρό για να ανακατευτεί ό.π.τ. : Τσαλπατίζω τα 'βά με το χουλιέρι (Χτυπάω τα αβγά με το κουτάλι) -Ανδρ. Tσ̑αλκαΐζου ντου βούτ'ρους στου ντουρβάν' (Χτυπάω το βούτυρο στο δουρβάνι) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Χτυπάω κάτι επαναλαμβανόμενα Μισθ. : Τσαλκάιζαν τα βιλλιά τ'νε (Βάραγαν το πουλί τους, μαλακίζονταν) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887