τσαμούρι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑αμούρι
[tʃaˈmuri]
Φάρασ.
τσ̑αμούρ'
[tʃaˈmur]
Μισθ., Τελμ., Τροχ., Φλογ.
τσ̑αbούρ'
[tʃaˈbur]
Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. τζαμούρι = λάσπη (Λεξ. Σομ., λ. βοῦρκος, ντζαμούρι), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çamur = α) λασπη β) πηλός.
Λάσπη
ό.π.τ.
:
Γιουβαρλαντίζου απέσ' σά τσαμπούρια
(Κυλιέμαι μέσα στις λάσπες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πακλάτσ̑α τσι στράδα, τσ̑όαν τσ̑αμούρια, τοπλάτσ̑α τσ̑' εκείνα
(Γυάλισα και το δρόμο, ήταν λάσπες, τα μάζεψα κι εκείνα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Κόνουναν άχυρο μέση τ', λερό, για να ντήσ' το τσ̑αbούρ'
(Έρριχναν άχυρο μέσα του, νερό, για να δέσει η λάσπη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Το τσ̑αμούρ’ το γιαπουσ̑τούρνταναμ’ τό 'να πάνω στ’ άλλο
(Αλείφαμε τις στρώσεις λάσπης τη μιά πάνω στην άλλη)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ290
Τσ̑αχ σου γουργούρ' τσ̑είνdι σου τσ̑αbούρ' μέσα
(Είναι μέσα στις λάσπες μέχρι το λαιμό)
Μισθ.
-Μακρ.
Συνών.
πηλός :1, χαμούρι, χαρλάτσι