ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαμούρι (ουσ. ουδ.) τσ̑αμούρι [tʃaˈmuri] Φάρασ. τσ̑αμούρ' [tʃaˈmur] Μισθ., Τελμ., Τροχ., Φλογ. τσ̑αbούρ' [tʃaˈbur] Μισθ. Από το νεότ. ουσ. τζαμούρι = λάσπη (Λεξ. Σομ., λ. βοῦρκος, ντζαμούρι), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çamur = α) λασπη β) πηλός.
Λάσπη ό.π.τ. : Γιουβαρλαντίζου απέσ' σά τσαμπούρια (Κυλιέμαι μέσα στις λάσπες) Μισθ. -Κοτσαν. Πακλάτσ̑α τσι στράδα, τσ̑όαν τσ̑αμούρια, τοπλάτσ̑α τσ̑' εκείνα (Γυάλισα και το δρόμο, ήταν λάσπες, τα μάζεψα κι εκείνα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Κόνουναν άχυρο μέση τ', λερό, για να ντήσ' το τσ̑αbούρ' (Έρριχναν άχυρο μέσα του, νερό, για να δέσει η λάσπη) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Το τσ̑αμούρ’ το γιαπουσ̑τούρνταναμ’ τό 'να πάνω στ’ άλλο (Αλείφαμε τις στρώσεις λάσπης τη μιά πάνω στην άλλη) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ290 Τσ̑αχ σου γουργούρ' τσ̑είνdι σου τσ̑αbούρ' μέσα (Είναι μέσα στις λάσπες μέχρι το λαιμό) Μισθ. -Μακρ. Συνών. πηλός :1, χαμούρι, χαρλάτσι