ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαμπουρλαντίζω (ουσ.) τσ̑αbουρλαdίζου [tʃaburˈladizu] Μισθ. Αόρ. τσ̑αbουρλάντ'ζα [ˈtʃaburlatsa] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. çamurlamak = λασπώνω και με [b] αναλογ. προς το τσ̑αbούρ'.
Λασπώνομαι : Κυλίστα σα τσ̑αbούρια απέσ' τσι τσ̑αbουρλάντ'ζα (Έπεσα μέσα στις λάσπες και λασπώθηκα) Μισθ. -Κοτσαν. Αντίθ αποχρίζομαι