τσαμπουρλαντίζω
(ουσ.)
τσ̑αbουρλαdίζου
[tʃaburˈladizu]
Μισθ.
Αόρ.
τσ̑αbουρλάντ'ζα
[ˈtʃaburlatsa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. çamurlamak = λασπώνω και με [b] αναλογ. προς το τσ̑αbούρ'.
Λασπώνομαι
:
Κυλίστα σα τσ̑αbούρια απέσ' τσι τσ̑αbουρλάντ'ζα
(Έπεσα μέσα στις λάσπες και λασπώθηκα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αντίθ
αποχρίζομαι