τσαμπουρλαντίζω
(ρ.)
τσ̑αbουρλαdίζου
[tʃaburˈladizu]
Μισθ.
Αόρ.
τσ̑αbουρλάντ'ζα
[ˈtʃaburlatsa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. çamurlamak = λασπώνω και με [b] αναλογ. προς τον τύπ. τσ̑αbούρ' (βλ. λ. τσαμούρι).
Λασπώνομαι
:
Κυλίστα σα τσ̑αbούρια απέσ' τσι τσ̑αbουρλάντ'ζα
(Έπεσα μέσα στις λάσπες και λασπώθηκα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αντίθ
αποχρίζομαι
Τροποποιήθηκε: 17/10/2025