τσανεύω
(ρ.)
τσανεύω
[tsaˈnevo]
Ανακ., Αξ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
τζανεύω
[dzaˈnevo]
Ανακ., Σίλατ.
τσ̑αν-νεύου
[tʃanˈneɣu]
Σίλ.
τσ̑αν-νεύγου
[tʃanˈnevɣu]
Σίλ.
τσανdεύω
[tsanˈdevo]
Τελμ.
Αόρ.
τσάν-νεψα
[ˈtsannepsa]
Σίλ.
Παθ.
τσανεύομαι
[tsaˈnevome]
Φάρασ.
Παρατατ.
τσανευούμουνε
[tsaneˈvumune]
Φάρασ.
Αόρ.
τσάν'σα
[ˈtsansa]
Ανακ.
Από το επίθ. τσανός και το παραγωγ. επίιθμ. -εύω.
1. Αμτβ., τρελλαίνομαι
ό.π.τ.
:
Το κρασί στο παghρί δε λαεί αμή 'σην κοιλιά σε σάνει και τσανεύεις
(Το κρασί στο κιούπι δεν μιλάει αλλά στην κοιλιά σε κάνει και τρελλαίνεσαι)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Φάναν διαβόλ’ σα μάτια του και τζάνεψεν
(Φάνηκαν διάβολοι στα μάτια του και τρελάθηκε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.