ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσανεύω (ρ.) τσανεύω [tsaˈnevo] Ανακ., Αξ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. τζανεύω [dzaˈnevo] Ανακ., Σίλατ. τσ̑αν-νεύου [tʃanˈneɣu] Σίλ. τσ̑αν-νεύγου [tʃanˈnevɣu] Σίλ. τσανdεύω [tsanˈdevo] Τελμ. Αόρ. τσάν-νεψα [ˈtsannepsa] Σίλ. Παθ. τσανεύομαι [tsaˈnevome] Φάρασ. Παρατατ. τσανευούμουνε [tsaneˈvumune] Φάρασ. Αόρ. τσάν'σα [ˈtsansa] Ανακ. Από το επίθ. τσανός και το παραγωγ. επίιθμ. -εύω.
1. Αμτβ., τρελλαίνομαι ό.π.τ. : Το κρασί στο παghρί δε λαεί αμή 'σην κοιλιά σε σάνει και τσανεύεις (Το κρασί στο κιούπι δεν μιλάει αλλά στην κοιλιά σε κάνει και τρελλαίνεσαι) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Φάναν διαβόλ’ σα μάτια του και τζάνεψεν (Φάνηκαν διάβολοι στα μάτια του και τρελάθηκε) Ανακ. -Κωστ.Α.
2. Γίνομαι, αποβαίνω Φερτάκ. Συνών. γίνομαι
3. Μεσοπαθ., για παιδιά, παίζω Φάρασ. Συνών. παίζω