τσαμπουριώνας
(ουσ.)
τσ̑αbουριώνας
[tʃabuˈrʝonas]
Μισθ.
Από το ουσ. τσαμούρι, όπου και τύπ. τσ̑αbούρ', και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Πήλινος