ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαλούδι (ουσ. ουδ.) τσ̑αλούδι [tʃaˈluði] Ανακ., Τσουχούρ., Φάρασ. τσ̑αλούι [tʃaˈlui] Μισθ. Αρσ. τσ̑αλούς [tʃaˈlus] Φάρασ. Πληθ. τσ̑αλούδια [tʃaˈluðʝa] Μισθ. τσ̑αλούδε [tʃaˈluðe] Φάρασ. τσ̑αλούια [tʃaˈluia] Δίλ., Μισθ. Πληθ. Γεν. τσ̑αλουδίουν [tʃaluðiun] Φάρασ. Από το ουσ. τσαλί και το υποκορ. επίθμ. -ούδι.
1. Δέντρο ό.π.τ. : Γιαπούϊστα σου τσαλούϊ απάν'! (Σκαρφάλωσε πάνω στο δέντρο!) Μισθ. -Κοτσαν. Ξερώδαν ντα τσ̑αλούϊα (Ξεράθηκαν τα δέντρα) Μισθ. -Κοτσαν. Κιρυός τσ̑άκοουσιν ντα τσ̑αλούια (Ο άνεμος έσπασε τα δέντρα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Έκουψι ένα τσ̑αλουϊού ντάλ' (Έκοψε ένα κλαδί δέντρου) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Μπαντιαμιού τσαλούι (Αμυγδάλου δέντρο˙ Αμυγδαλιά) Μισθ. -Κοτσαν. Ζεϊτινιού τσαλούι (Ελιάς δέντρο˙ Ελιά) Μισθ. -Κοτσαν. || Παροιμ. ς στράταζ ο τσ̑αλούς τζ̑ο 'φξά (Το δέντρο του δρόμου δεν μεγαλώνει˙ Παιδί ή έργο χωρίς φροντίδα δεν μπορεί να προοδεύσει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αγατσιά, δέντρο, ντικμέ, ξύλο
2. Κλαδί Δίλ., Τσουχούρ., Φάρασ. : Ντολάστην σα τσ̑αλούια (Πιάστηκε στα κλαδιά) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 || Παροιμ. Ο φοβα̈́ς τα βόρατα μο τα τσ̑αλούδε θωρεί τα ισάνε σα φτάλμε του (Ο φοβιτσιάρης τα κυπαρίσσια με τα κλαδιά τα βλέπει ανθρώπους στα μάτια του˙ Ο φοβιτσιάρης βλέπει κινδύνους εκεί που δεν υπάρχουν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.