τσαλντώ
(ρ.)
τσ̑αλντώ
[tʃalˈdo]
Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μισθ., Σίλ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ.
τσαλδώ
[tsalˈðo]
Τσαρικ.
τσ̑αλντού
[tʃalˈdu]
Ουλαγ.
τσ̑αλτώ
[tʃalˈto]
Μαλακ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
τσ̑αλτώου
[tʃalˈtοu]
Φάρασ.
τσ̑αλντίζου
[tʃalˈdizu]
Φάρασ.
τσ̑αλτίζου
[[tʃalˈtizu]
Φάρασ.
Αόρ.
τσ̑άλτ'σα
['tʃaltsa]
Αξ., Δίλ.
τσ̑άλσα
['tʃalsa]
Γούρδ., Τελμ., Τσαρικ., Φάρασ.
Προστ. Εν.
τσάλδα
[ˈtsalða]
Τσαρικ.
Πληθ.
τσαλδάτ'
[tsalˈðat]
Τσαρικ.
Από το τουρκ. ρ. çalmak = α) χτυπώ β) κόβω γ) αλείφω δ) διαλεκτ., σκουπίζω ε) παίζω μουσικό όργανο στ) βλάπτω ζ) κλέβω.
1. Χτυπώ
ό.π.τ.
:
Τσ̑άλτσεν ντα το κουκκούγ̑'
(Τα χτύπησε το χαλάζι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Να σε τσ̑aλντήσ' το γι̂λντΙρι̂́μ'
(Nα σε χτυπήσει αστροπελέκι· αρά)
Αξ.
-Νίγδελ.Λ.
Τσ̑άλσεν τσ̑η θύρα, και ντεν επήγεν και ήνοιξε
(Χτύπησε την πόρτα, και δεν πήγε να ανοίξει)
Τελμ.
-Dawk.
Τσ̑αλντά μας Άγουστους
(Μας χτυπάει η ζέστη του Αυγούστου)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Φρ.
Τσ̑αλτεί μι ο ύπνους
(Με χτυπάει ο ύπνος˙ Με παίρνει ο ύπνος, αποκοιμιέμαι)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Να σι τσαλτίσ' πανούκλα
(Να σε χτυπήσει πανούκλα˙ αρα)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
|| Παροιμ.
Φότεζ να μη τσ̑αλντείς το θύρι, το θύρι τζ̑ο 'νοίζεται
(Αν δεν χτυπήσεις την πόρτα, η πόρτα δεν ανοίγει)
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
φαγίζω
2. Χτυπώ το γάλα για να πήξει
Αξ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ.
:
Tσ̑άλνταναν ντο οξ̑ύγαλα
(Xτυπούσαν το γιαούρτι)
Αξ.
-Μαυροχ.
Αύριου σε τσαλίσουμι ρυό τάσια όξινου γάλα
(Αύριο θα χτυπήσουμε δυό γαβάθες γιαούρτι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
3. Παίζω μουσικό όργανο
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ.
:
Τσ̑άλνταναν ντουντούκα
(Έπαιζαν την ντουντούκα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τσαλδίνκαν κεμεντζές, ταμπουράς, τέφι ως τα πιτόβραδα
(Έπαιζαν κεμεντζές, ταμπουράς, ντέφι ως το βράδυ)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Μπασλάτ'σε να τσαλτίσ' το νταμρά
(Άρχισε να παίζει τον ταμπουρά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σεράνdα μέρες και σεράνdα νύχτες τσ̑άλσαν τσ̑αλγι̂́για
(Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες έπαιζαν μουσικά όργανα)
Τελμ.
-Dawk.
Τσ̑άλσαν, έπαιζαν, και έπ'καν πάλ' γάμος
(Έπαιξαν όργανα, έπαιξαν μουσική, και έκαναν πάλι γάμο)
Γούρδ.
-Dawk.
Τσ̑αλντούσ̑ι, χορεύγουσ̑ι, τραγρούσ̑ι
(Παίζουν μουσική, χορεύουν, τραγουδούν)
Σίλ.
-Dawk.
|| Φρ.
Η τσ̑οιλία του τσ̑αλντεί κεμανίς
(Η κοιλιά του παίζει βιολί˙ Λέγεται όταν κάποιος πεινάει πολύ)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
παίζω
4. Αλείφω
Φάρασ.
:
Τσ̑άλσεν σα φτάλμε ντου
(Άλειψε τα μάτια του)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
αγλατώνω, αλείφω, γιαγλαντίζω, γιαπιστιρντίζω
5. Σκουπίζω
Φάρασ.
:
Α ναίκα τσ̑άλτσιν τις στράτις
(Μια γυναίκα σκούπισε τους δρόμους)
Φάρασ.
-Bağr.
6. Σκορπίζω
Φάρασ.