ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαλντώ (ρ.) τσ̑αλντώ [tʃalˈdo] Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μισθ., Σίλ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ. τσαλδώ [tsalˈðo] Τσαρικ. τσ̑αλντού [tʃalˈdu] Ουλαγ. τσ̑αλτώ [tʃalˈto] Μαλακ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. τσ̑αλτώου [tʃalˈtοu] Φάρασ. τσ̑αλντίζου [tʃalˈdizu] Φάρασ. τσ̑αλτίζου [[tʃalˈtizu] Φάρασ. Αόρ. τσ̑άλτ'σα ['tʃaltsa] Αξ., Δίλ. τσ̑άλσα ['tʃalsa] Γούρδ., Τελμ., Τσαρικ., Φάρασ. Προστ. Εν. τσάλδα [ˈtsalða] Τσαρικ. Πληθ. τσαλδάτ' [tsalˈðat] Τσαρικ. Από το τουρκ. ρ. çalmak = α) χτυπώ β) κόβω γ) αλείφω δ) διαλεκτ., σκουπίζω ε) παίζω μουσικό όργανο στ) βλάπτω ζ) κλέβω.
1. Χτυπώ ό.π.τ. : Τσ̑άλτσεν ντα το κουκκούγ̑' (Τα χτύπησε το χαλάζι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Να σε τσ̑aλντήσ' το γι̂λντΙρι̂́μ' (Nα σε χτυπήσει αστροπελέκι· αρά) Αξ. -Νίγδελ.Λ. Τσ̑άλσεν τσ̑η θύρα, και ντεν επήγεν και ήνοιξε (Χτύπησε την πόρτα, και δεν πήγε να ανοίξει) Τελμ. -Dawk. Τσ̑αλντά μας Άγουστους (Μας χτυπάει η ζέστη του Αυγούστου) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Φρ. Τσ̑αλτεί μι ο ύπνους (Με χτυπάει ο ύπνος˙ Με παίρνει ο ύπνος, αποκοιμιέμαι) Αφσάρ. -Αναστασ. Να σι τσαλτίσ' πανούκλα (Να σε χτυπήσει πανούκλα˙ αρα) Μαλακ. -Τζιούτζ. || Παροιμ. Φότεζ να μη τσ̑αλντείς το θύρι, το θύρι τζ̑ο 'νοίζεται (Αν δεν χτυπήσεις την πόρτα, η πόρτα δεν ανοίγει) -Λουκ.Λουκ. Συνών. φαγίζω
2. Χτυπώ το γάλα για να πήξει Αξ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ. : Tσ̑άλνταναν ντο οξ̑ύγαλα (Xτυπούσαν το γιαούρτι) Αξ. -Μαυροχ. Αύριου σε τσαλίσουμι ρυό τάσια όξινου γάλα (Αύριο θα χτυπήσουμε δυό γαβάθες γιαούρτι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
3. Παίζω μουσικό όργανο Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ. : Τσ̑άλνταναν ντουντούκα (Έπαιζαν την ντουντούκα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τσαλδίνκαν κεμεντζές, ταμπουράς, τέφι ως τα πιτόβραδα (Έπαιζαν κεμεντζές, ταμπουράς, ντέφι ως το βράδυ) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Μπασλάτ'σε να τσαλτίσ' το νταμρά (Άρχισε να παίζει τον ταμπουρά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Σεράνdα μέρες και σεράνdα νύχτες τσ̑άλσαν τσ̑αλγι̂́για (Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες έπαιζαν μουσικά όργανα) Τελμ. -Dawk. Τσ̑άλσαν, έπαιζαν, και έπ'καν πάλ' γάμος (Έπαιξαν όργανα, έπαιξαν μουσική, και έκαναν πάλι γάμο) Γούρδ. -Dawk. Τσ̑αλντούσ̑ι, χορεύγουσ̑ι, τραγρούσ̑ι (Παίζουν μουσική, χορεύουν, τραγουδούν) Σίλ. -Dawk. || Φρ. Η τσ̑οιλία του τσ̑αλντεί κεμανίς (Η κοιλιά του παίζει βιολί˙ Λέγεται όταν κάποιος πεινάει πολύ) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. παίζω
4. Αλείφω Φάρασ. : Τσ̑άλσεν σα φτάλμε ντου (Άλειψε τα μάτια του) Φάρασ. -Dawk. Συνών. αγλατώνω, αλείφω, γιαγλαντίζω, γιαπιστιρντίζω
5. Σκουπίζω Φάρασ. : Α ναίκα τσ̑άλτσιν τις στράτις (Μια γυναίκα σκούπισε τους δρόμους) Φάρασ. -Bağr.
6. Σκορπίζω Φάρασ.